H επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής κατά το άρθρο 156 ΚΠΔ – Κριτική προσέγγιση στη δικαστηριακή πρακτική.

Ι. Εισαγωγή
Βασική συνταγματική αρχή, που διαπνέει βε¬βαίως και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, είναι το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και δικαστι¬κής ακρόασης κατά το άρθρο 20 του Συντάγμα¬τος . Υποχρέωση της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας είναι η πραγματική εξασφάλιση σε κάθε πολίτη του δικαιώματος αυτού. Απόρροια, δε, της συνταγματικής αυτής επιταγής είναι και η ανάγκη διάρθρωσης του συστήματος απονομής της ποινι¬κής δικαιοσύνης με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφα¬λίζεται ότι ουδείς θα στερηθεί του δικαιώματος του αυτού, όπως π.χ. συμβαίνει όταν κάποιος δε λαμβάνει γνώση της εις βάρος του ποινικής διαδι¬κασίας και, ασφαλώς, τυχόν εκδοθείσας εις βάρος του καταδικαστικής απόφασης.
Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο και προηγούμενης ακρόασης τυγχάνει αναγνώρισης και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ειδικότερα, στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης αναγνωρίζεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώ¬που ότι εμπεριέχεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο , όπως αυτό κατοχυρώνεται τόσο στην πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού όσο και στην τρίτη παράγραφο του, όπου εξειδικεύο¬νται περαιτέρω οι υποχρεώσεις κάθε κράτους προς εξασφάλιση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη . Σύμφωνα, λοιπόν, και με το Ευρωπαϊκό Δικαστή¬ριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τα κράτη θα πρέπει να έχουν εξασφαλίσει στην πράξη το δι¬καίωμα σε δίκαιη δίκη, απόρροια του οποίου εί¬ναι και η ακώλυτη πρόσβαση σε δικαστήριο και η προηγούμενη δικαστική ακρόαση.
Συνεπώς, υπό το πρίσμα αυτών των θεμελιω¬δών αρχών θα πρέπει να εξετάζεται και η ορθή εφαρμογή του άρθρου 156 Κώδικα Ποινικής Δι¬κονομίας.
ΙΙ. Η έννοια της «κατοικίας» κατά το άρθρο 156 ΚΠΔ
Στο τρίτο κεφάλαιο του Κώδικα Ποινικής Δι¬κονομίας υπό τον τίτλο «Κοινοποιήσεις και επιδό¬σεις» προβλέπονται οι τρόποι με τους οποίους γί¬νεται η επίδοση ενός εγγράφου της ποινικής δια¬δικασίας, όπως είναι π.χ. το κλητήριο θέσπισμα και η απόφαση, ώστε να εξασφαλιστεί, στα πλαί¬σια ενός οργανωμένου κράτους και με τον εγκυ-
τεροβάθμια καταδίκη του, ενώ στη σ. 45 αναφέρεται η υπόθεση «Marpa Zeeland B.V. και Metal Welding B.V. κατά Κάτω Χωρών» της 9.11.2004, στην οποία κατά το ΕΔΔΑ παραβιάστηκε το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ καθότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν αποτελεσματική πρόσβαση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Για το δικαίωμα πρό¬σβασης σε δικαστήριο κατά το ΕΔΔΑ βλ. ακόμα Ι. Δ. Σαρμά, Κράτος και δικαιοσύνη, Ελευθερία με υπερο¬χή του δικαίου, Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικα-στηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2003, σ. 364.
3. Έτσι, στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 6 ΕΣΔΑ, εδ.α’, προβλέπεται το δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου πληροφορήσεως της εναντίον του κατηγορίας ενώ στα εδ. β’, γ’, δ’ και ε’ του ιδίου άρθρου προβλέπονται τα δικαιώματα παροχής των αναγκαίων προϋποθέσεων προς προετοιμασία της υπεράσπισης καθώς και αυτού καθαυτού του δικαιώματος υπεράσπισης, από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ή δια συνηγόρου της επιλογής του.
ρότερο δυνατό τρόπο, ότι το πρόσωπο στο οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση πράγματι έλαβε γνώση του εγγράφου αυτού ή, σε κάθε περίπτωση, ότι έλαβε χώρα κάθε δυνατή ενέργεια, βάσει συ¬ντεταγμένων κανόνων και συγκεκριμένης διαδι¬κασίας, προκειμένου το ως άνω πρόσωπο να λάβει γνώση του προς επίδοση εγγράφου.
Στο άρθρο 156 ΚΠΔ, ειδικότερα, υπό τον τίτλο «Επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής» προβλέπε- ται η διαδικασία που ακολουθείται σε περίπτωση που το πρόσωπο στο οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση απουσιάζει από τον τόπο της «κατοικίας» του και η διαμονή του είναι «άγνωστη». Στην πε¬ρίπτωση αυτή, σύμφωνα με την § 1 του ιδίου άρ¬θρου, η επίδοση του εγγράφου γίνεται στο/η σύ¬ζυγο του και, αν δεν υπάρχει σύζυγος, κατά σειρά, σε έναν από τους γονείς του ή του αδελφούς ή σε άλλους συγγενείς του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό. Αν ούτε κανένα από τα πρόσωπα αυτά βρεθεί, σύμφωνα την § 2 του ιδίου άρθρου, η επίδοση τελικά γίνεται «προς το δήμαρχο ή το δημοτικό υπάλληλο που ορίζει ο δήμαρχος γι’αυτό το σκοπό ή προς τον πρόεδρο της κοινότητας ή προς τον ιερέα της ενορίας της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του αποδέκτη της επίδοσης, οι οποίοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση να φροντίσουν για την τοιχοκόλληση του εγγράφου που τους επιδόθηκε σε ένα από τα δημοσιότερα σημεία και να στείλουν βεβαίωση για την τοιχοκόλληση στην αρχή που παράγγειλε την επίδοση» . Ασφαλώς πρόκειται για μια πλασματική επίδοση, ιδίως σε ό,τι αφορά τις μεγάλες πόλεις, αφού είναι σχεδόν αδύνατο το προς επίδοση πρόσωπο να λάβει πραγματική γνώση του εγγράφου αυτού κατά την ανωτέρω διαδικασία.
Κρίσιμο στοιχείο εν προκειμένω, για την πα¬ραδοχή ότι το πρόσωπο προς το οποίο έχει πα- ραγγελθεί η επίδοση ενός εγγράφου είναι πράγ¬ματι «άγνωστης διαμονής» κατά το άρθρο 156 ΚΠΔ, είναι η έννοια της «κατοικίας», η οποία, όπως είναι γνωστό, ορίζεται στο άρθρο 51 του Α-
4. Σύμφωνα με το εδ.β’ § 2 του άρθρου 156 ΚΠΔ, η παραγγέλουσα την επίδοση αρχή «μπορεί κατά την κρίση της να παραγγείλει να γίνει πρόσθετη επίδοση και στον πρόε¬δρο του συλλόγου ή του σωματείου, στο οποίο ανήκει κατά το νόμο ο αποδέκτης της επίδοσης, οπότε τα αποτελέσματα της αρχίζουν από τη μεταγενέστερη επίδοση». Ωστόσο, τουλάχι¬στον κατά την έρευνα που διενεργήθηκε στα πλαίσια συγγραφής του παρόντος, τέτοιου είδους μεταγενέστε¬ρη επίδοση δεν προκύπτει να έχει λάβει χώρα ποτέ.
στικού Κώδικα. Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου αυ¬τού προσδιορίζεται ως «κατοικία» ο τόπος της κύ¬ριας και μόνιμης εγκατάστασης ορισμένου φυσι¬κού προσώπου, άλλως δε, όπως γίνεται δεκτό στη θεωρία, «κατοικία είναι ο νομικός δεσμός του προσώπου προς ορισμένη εδαφική περιοχή, η οποία καθίσταται κατ’αυτόν τον τρόπο αφενός συνδετικό στοιχείο των νο¬μικών σχέσεων του προσώπου και αφετέρου στοιχείο ε- ξατομικεύσεως αυτού» . Ο τόπος αυτός, γεωγραφι¬κά, προσδιορίζεται κατά κανόνα επί τη βάσει της διοικητικής διαίρεσης της χώρας σε δήμους και σε κοινότητες ή και από τη διαίρεση σε δικαστικές περιφέρειες . Δεν θα πρέπει, λοιπόν, να εκλαμ-βάνεται ως «κατοικία» κατά το άρθρο 156 ΚΠΔ το συγκεκριμένο οίκημα στο οποίο διαμένει ο αποδέκτης της επίδοσης, αλλά μια ευρύτερη πε¬ριοχή, σαφώς προσδιοριζόμενη από τις διοικητι¬κές ή δικαστικές αρχές της χώρας .
Στην ερμηνεία αυτή της έννοιας της «κατοικί¬ας» στο άρθρο 156 ΚΠΔ συνηγορούν δύο ακόμα σημαντικά επιχειρήματα: Κατά πρώτον, η διαπί¬στωση ότι στο άρθρο 156 ΚΠΔ η χρησιμοποίηση του όρου «κατοικία» γίνεται με σαφώς διαφορε¬τική έννοια από τη χρησιμοποίηση του ιδίου ό¬ρου στο μόλις προηγούμενο άρθρο 155 ΚΠΔ. Έ¬τσι, στο άρθρο 155 § 1 εδ. β’ ΚΠΔ είναι αναμφίβο¬λο ότι ως «κατοικία» θεωρείται το συγκεκριμένο οίκημα στο οποίο διαμένει το πρόσωπο, στο ο¬ποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση, καθώς προβλέ- πεται ότι, στην περίπτωση που απουσιάζει ο ενδι¬αφερόμενος, αυτός που κάνει την επίδοση θα πρέπει να εγχειρίσει το έγγραφο σε κάποιον από εκείνους που διαμένουν μαζί του, έστω και προ¬σωρινά, ειδάλλως στους οικιακούς βοηθούς του ή στο θυρωρό της κατοικίας που μένει ή σε κάποιον από όσους είναι στο κατάστημα ή στο εργαστήριο ή στο γραφείο, ήτοι σε πρόσωπα τα οποία τη δε¬δομένη χρονική στιγμή που αναζητείται ο αποδέ¬κτης της επίδοσης διαμένουν ή βρίσκονται στο ί¬διο με αυτόν οίκημα. Αντιθέτως, στο άρθρο 156 § 1 ΚΠΔ ορίζεται ότι αν ο ενδιαφερόμενος απουσιά¬ζει από τον τόπο της «κατοικίας» του, τότε η επί¬δοση του εγγράφου γίνεται στο σύζυγό του και, αν δεν υπάρχει σύζυγος, σε έναν από τους γονείς ή τους αδελφούς ή σε άλλους συγγενείς του εξ αί¬ματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό. Συνάγεται, συνεπώς, με ασφάλεια ότι εν προκει- μένω δε μπορεί να νοείται ως κατοικία το συγκε¬κριμένο οίκημα, αφού θα ήταν όλως παράλογο να αναμένεται ότι μπορεί να κατοικεί κάποιος στο ί¬διο σπίτι μαζί με όλους τους συγγενείς του, έως και τον τρίτο βαθμό !
Από τα ανωτέρω, λοιπόν, συμπεραίνεται ότι όταν ο νομοθέτης επιθυμεί να προσδιορίσει την «κατοικία» υπό τη στενή της έννοια, το κάνει α- ναφέροντας συγκεκριμένα στοιχεία, όπως είναι και η έννοια των «συνοικούντων» , στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 155 ΚΠΔ. Τέλος, το επι¬χείρημα αυτό επιρρωνύεται και από το γεγονός ότι ενώ στην § 2 του άρθρου 156 προβλέπεται ότι, σε περίπτωση που δεν βρεθούν τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο πρόσωπα, τότε η επίδοση γίνεται προς το δήμαρχο (και τα υπό¬λοιπα αναφερόμενα στην ίδια διάταξη πρόσωπα) του τόπου κατοικίας – κάτι που ασφαλώς προϋ¬ποθέτει πως διαπιστώθηκε ότι σε όλη την έκταση του συγκεκριμένου δήμου δεν ανευρέθηκε ο απο¬δέκτης της επίδοσης ή τα υπόλοιπα πρόσωπα που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 156 ΚΠΔ – στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου
155 ΚΠΔ προβλέπεται ότι, εφόσον δεν βρεθούν στην κατοικία τα αναφερόμενα στην πρώτη πα¬ράγραφο πρόσωπα, τότε, όποιος κάνει την επίδο¬ση επικολλά το έγγραφο στην πόρτα της κατοι¬κίας. Έτσι, και με την αντιδιαστολή των παρα¬γράφων αυτών των άρθρων 155 και 156 ΚΠΔ κα¬θίσταται σαφές ότι με διαφορετική έννοια χρησι¬μοποιείται σε αυτά ο όρος «κατοικία».
Τέλος, η βασιμότητα της ερμηνευτικής αυτής προσέγγισης προκύπτει και από το γεγονός ότι κατά τις συζητήσεις που έλαβαν χώρα για τη δια¬μόρφωση του άρθρου 428 ΚΠΔ προκρίθηκε η δια¬τύπωση «απών εκ της κατοικίας» αντί της διατύπω¬σης «απών εκ της οικίας» , προφανώς για το λόγο ότι ο όρος «κατοικία» δεν ταυτίζεται με τη στενή και πολύ συγκεκριμένη έννοια της «οικίας», ήτοι του οικήματος όπου διαμένει ο αποδέκτης της επί¬δοσης.
ΙΙΙ. Η δικαστηριακή πρακτική
Στην πράξη ωστόσο, καίτοι ευθέως από το γράμμα και το πνεύμα του νόμου, κατά τα ανωτέ¬ρω, απαιτείται η αναζήτηση του ατόμου προς το οποίο πρέπει να επιδοθεί κάποιο έγγραφο να γίνει σε όλο τον τόπο κατοικίας του, το αρμόδιο για την επίδοση όργανο αναζητά το ως άνω άτομο μόνο στη διεύθυνση την οποία τυχαίνει να γνωρίζει η εισαγγελική αρχή και, σε περίπτωση που δεν βρε¬θεί στη διεύθυνση αυτή, τότε λαμβάνει χώρα η δι¬αδικασία της επίδοσης ως αγνώστου διαμονής κατ’άρθρο 156 ΚΠΔ. Μάλιστα, κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου – καίτοι δεν είναι πάγια για το συγκεκριμένο θέμα, όπως καταδεικνύεται κατωτέ¬ρω – ως αγνώστου διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη για την Εσαγγελική ή Δικαστική Αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο ή εχει παραγγείλει την επίδοση «έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και η Αστυνομική Αρχή» .
λούντος στη διεύθυνση του γραφείου του, όπου ασκού¬σε το επάγγελμα του, δεν επαρκεί για το χαρακτηρισμό του εκκαλούντος ως αγνώστου διαμονής.
11. Βλ. Πρακτικά Συνεδριάσεων των Αναθεωρητι¬κών Επιτροπών του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τευχ. Β’, 1957, σ. 33-34.
12. ΑΠ 579/2010, ΑΠ 519/2010, ΑΠ 18/2010, ΑΠ 349/2010, ΑΠ 526/2010, ΑΠ 577/2010, ΑΠ 580/2010,
Κατά την ίδια, δε, νομολογία ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος τον οποίο έχει δηλώσει ο κατη-γορούμενος, κατά το άρθρο 273 § 1 ΚΠΔ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλωθεί στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορού¬μενος δεν εμφανίστηκε κατ’αυτήν, ως τόπος κα¬τοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Ωστόσο, με τη θέση του αυτή ο Άρειος Πάγος, ήτοι καθιστώντας κατά α¬μάχητο τεκμήριο ως αξιόπιστη πηγή τον μηνυτή ή εγκαλούντα, ο οποίος αναφέρει συγκεκριμένη διεύθυνση στη μήνυση ή έγκληση του, εκτός του γεγονότος ότι τον αναγάγει με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά σε αντικειμενικό συλλειτουργό της ποινικής διαδικασίας, παραγνωρίζει το γεγονός ότι ενδεχομένως ο μηνυτής εσκεμμένως να δήλωσε αναληθή διεύθυνση κατοικίας για τον κατηγο¬ρούμενο, προκειμένου να επιτύχει με τον τρόπο αυτή τη σίγουρη καταδίκη του13.
ΑΠ 628/2010, ΑΠ 907/2010, ΑΠ 464/2009, ΑΠ 1155/2009, ΑΠ1578/2009 (δημοσιευμένες στην ιστοσε¬λίδα του Αρείου Πάγου www.areiospagos.gr ), ΟλΑΠ 8/1995, ΠοινΧρ ΜΣΤ’ 829, ΑΠ 1453/2002, ΠοινΧρ ΝΓ’ 518, ΑΠ 1138/2001, ΠοινΧρ ΝΒ’ 412.
13. Ο κίνδυνος αυτός επισημαίνεται και από μερίδα της νομολογίας. Έτσι, στην ΕφΠατ 242/2007 (ΠοινΧρ ΝΗ’ 2008) τονίζεται η αναγκαίοτητα να αναζητείται η πραγματική κατοικία του κατηγορουμένου, που δεν έ¬χει δηλώσει διεύθυνση κατοικίας κατ’ άρθρο 273 ΚΠΔ και αγνοεί το σχηματισμό εις βάρος του δικογραφίας, γιατί διαφορετικά ο κατηγορούμενος μπορεί να μείνει εκτεθειμένος στις όποιες διαθέσεις και επιδιώξεις του μηνυτή του «ο οποίος ουδόλως μπορεί να αποκλειστεί ότι υ- παιτίως δήλωσε εσφαλμένη διεύθυνση του μηνυομένου». Ο κίνδυνος αυτός επισημαίνεται και στη θεωρία, όπου, μεταξύ άλλων, βλ. Η. Αναγνωστόπουλο, παρατη¬ρήσεις στην ΑΠ 830/2001, ΠοινΧρ ΝΒ’ 56. Τέλος, με την ΑΠ 1888/2008 (ΝΟΜΟS) αναιρέθηκε η προσβαλ¬λόμενη απόφαση καθότι έλαβε χώρα επίδοση μόνο στη διεύθυνση της κατηγορουμένης που αναφερόταν στην εις βάρος της μήνυση, καίτοι στην ίδια την προσβαλλό¬μενη απόφαση γινόταν δεκτό ότι η κατηγορουμένη διέ¬θετε οικογενειακή κατοικία γνωστή στην ίδια εισαγγε- λική αρχή που έκανε τη συγκεκριμένη επίδοση ως α¬γνώστου διαμονής. Ωστόσο, το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε ως εκπρόθεσμη την έφεση της χωρίς να αιτιο¬λογεί επαρκώς γιατί δεν ανεζητήθη και στην άλλη αυτή οικογενειακή της διεύθυνση που προέκυπτε ότι ήταν γνωστή.
Παραδείγματα λανθασμένης εφαρμογής στη δικαστηριακή πρακτική της διαδικασίας επιδόσε- ως ως αγνώστου διαμονής κατ’άρθρο 156 ΚΠΔ δυστυχώς υπάρχουν πολλά. Αιτία αυτών είναι σε μεγάλο βαθμό η ως άνω θέση της νομολογίας του Αρείου Πάγου, αλλά και των δικαστηρίων της ου¬σίας, κατά την οποία αρκεί ότι αναζητήθηκε το πρόσωπο προς το οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση στη μια και μοναδική διεύθυνση που ήταν γνωστή στη συγκεκριμένη Εισαγγελική Αρχή που παρήγ- γειλε την επίδοση. Έτσι, στη νομολογία των δικα¬στηρίων μας συναντά κανείς περιπτώσεις όπως η επίδοση ως αγνώστου διαμονής σε πρόσωπο το οποίο αναζητήθηκε μόνο στη μια από τις δύο δι¬ευθύνσεις κατοικίας του που ήταν δηλωμένες στην εις βάρος του μήνυση , η επίδοση σε μια από τις περίσσοτερες διευθύνσεις της κατηγορουμένης – καίτοι γίνεται δεκτό ότι προέκυπτε και άλλη γνω¬στή διεύθυνση κατοικίας της κατηγορουμένης – με αποτέλεσμα να μην ανευρεθή σε αυτήν και να α¬κολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 156 ΚΠΔ , η επίδοση ως αγνώστου διαμονής σε πρόσωπο που αν και βεβαιώνεται στο αποδεικτικό επίδοσης ότι είχε μετοικήσει σε άλλη πόλη παρά ταύτα ακολου- θήθηκε η διαδικασία του άρθρου 156 ΚΠΔ , η ε¬πίδοση ως αγνώστου διαμονής σε κατηγορούμενο που δεν αναζητήθηκε καν στη διεύθυνση κατοικί¬ας του , η επίδοση ως αγνώστου διαμονής σε κα-τηγορούμενο που αναζητήθηκε σε άλλη διεύθυνση από εκείνη που ο ίδιος είχε δηλώσει και, τέλος, επίδοση ως αγνώστου διαμονής σε πρόσωπο που ποτέ δεν είχε αλλάξει διεύθυνση κατοικίας .
IV. Κριτική στη νομολογία – Ερμηνευτική προ¬σέγγιση
Αποκρυσταλλώνοντας, δε, τις ανωτέρω παρα¬δοχές της νομολογίας, τα κυριότερα σημεία της εί¬ναι τα εξής: Κατά πρώτον, ως πρόσωπο άγνωστης διαμονής θεωρείται το πρόσωπο εκείνο που α¬πουσιάζει από την οικία του, ευρισκόμενο σε μέρος άγνωστο για την Εισαγγελική ή Δικαστι¬κή Αρχή που παρήγγειλε την επίδοση . Έπειτα, τα όργανα τα οποία έλαβαν την παραγγελία επί¬δοσης δεν έχουν υποχρέωση να προσφύγουν σε άλλες αρχές ή σε οποιαδήποτε άλλη πηγή προ- κειμένου να πληροφορηθούν την πραγματική κα¬τοικία του κατηγορουμένου . Τέλος, το εάν η
θηκε η προσβαλλόμενη απόφαση καθότι η επίδοση της κλήσης στον κατηγορούμενο για την εκδίκαση της έφε¬σης του έλαβε χώρα σε διεύθυνση που δεν τον αφορού¬σε, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει επίδοση στον αρμό¬διο Δήμαρχο κατ’άρθρο 156ΚΠΔ, καίτοι η διεύθυνση του κατηγορουμένου ήταν γνωστή τόσο κατά την πρω¬τοβάθμια δίκη όσο και από την έκθεση εφέσεως.
18. Με την ΑΠ 846/1987, ΠοινΧρ ΛΖ’ 665, ανακλή- θηκε η απόφαση που απέρριπτε ως ανυποστήρικτες δύο αιτήσεις αναιρέσεως του αναιρεσείοντα, διότι η κλή- τευση του κατηγορουμένου που έγινε ως αγνώστου δι¬αμονής ήταν άκυρη, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων ανα¬ζητήθηκε από την δικαστική επιμελήτρια σε άλλη διεύ¬θυνση από αυτή που είχε δηλώσει στην αίτηση αναίρε¬σης.
19. Με την ΑΠ 1199/2008 (NOMOS) αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση καθότι έλαβε χώρα επίδοση ως αγνώστου διαμονής, καίτοι η κατοικία όπου αναζη- τήθηκε η κατηγορουμένη ήταν η πραγματική της και ουδέποτε είχε αλλάξει διεύθυνση κατοικίας.
20. ΟλΑΠ 8/1995, ΠοινΧρ ΜΣΤ’ 829, ΑΠ 1124/2003, ΠοινΛ 2003. 1195, ΑΠ 18/2010, ΑΠ 349/ 2010, ΑΠ 526/2010, ΑΠ 577/2010, ΑΠ 907/2010, ΑΠ 464/2009, ΑΠ 1155/2009, ΑΠ 1578/2009 (δημοσιευ¬μένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου www. areio- spagos.gr), ΑΠ 1603/2003, ΠοινΧρ ΝΔ’ 453, ΑΠ 1124/2003, ΠοινΛ 2003. 1195, ΑΠ 731/2003, ΠοινΧρ ΝΔ’ 148.
21. ΑΠ 668/2011, NOMOS, ΑΠ 583/2010 (www. areiospagos.gr), ΑΠ 319/1994, ΝοΒ 1994. 1037, ΑΠ 1316/1995, ΠοινΧρ ΜΣΤ’ 552, ΑΠ 1316/1995, ΠοινΧρ διεύθυνση του κατηγορουμένου ήταν ή όχι γνω¬στή εξετάζεται σε σχέση με την Εισαγγελική Αρ¬χή που παρήγγειλε την επίδοση γενικά και όχι σε
σχέση με την προσωπική γνώση του συγκεκριμέ¬νου εισαγγελέα που χειρίζεται την υπόθεση , ενώ ως «εισαγγελική αρχή» θεωρείται μόνον εκείνη που παραγγέλλει την επίδοση και όχι γενικά οποιαδήποτε εισαγγελική αρχή της χώρας .
Ασφαλώς, και βάσει όσων έχουν μέχρι τώρα αναφερθεί, η θέση αυτή της νομολογίας δεν αντα- ποκρίνεται στο πνεύμα και το γράμμα του νόμου και είναι αντίθετη με τις θέσεις που εκφράζονται από τη μεγαλύτερη μερίδα της θεωρίας για το συ¬γκεκριμένο ζήτημα, αφού, όπως πολύ εύστοχα έχει παρατηρηθεί , ένα εμπειρικά διαπιστώσιμο γεγο¬νός, όπως είναι το εάν η διαμονή του κατηγορου¬μένου είναι γνωστή ή άγνωστη, υποκαθίσταται από μια υποκειμενική, και ενδεχομένως πλασμα¬τική, πραγματικότητα, η οποία ταυτίζεται με την εκ των ενόντων πεποίθηση των οργάνων παραγ¬γελίας και εκτέλεσης της επιδόσεως, που σχηματί¬ζεται αποκλειστικά από την επισκόπηση των υ¬παρχόντων στην αντίστοιχη δικογραφία εγγρά¬φων. Τα έγγραφα, δε, αυτά που συγκροτούν τη δικογραφία συνήθως προέρχονται αποκλειστικά είτε από χρονικά προγενέστερες επαφές του κατη¬γορουμένου με διάφορες αρχές είτε από το μηνυ¬τή , κάτι που βεβαίως ενέχει πάντα τον κίνδυνο που επισημάνθηκε ήδη πιο πάνω, ήτοι την ανα¬γραφή δολίως εκ μέρους του μηνυτή αναληθούς διεύθυνσης κατοικίας του μηνυομένου. Έπειτα, η διαπίστωση περί γνωστής ή άγνωστης διεύθυνσης κατοικίας του κατηγορουμένου καταλήγει να εί¬ναι αποτέλεσμα ευμενών (καλή πληροφόρηση, απόλυτη ειλικρίνεια μηνυτή, φιλοτιμία δικαστι¬κού επιμελητή, κ.α.) ή δυσμενών (αμέλεια ή δολιό- τητα μηνυτή, ορθογραφικό λάθος ή παράλειψη, ύπαρξη περισσότερων οδών με το το ίδιο όνομα στην ίδια πόλη, κ.α.) συγκυριών . Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ο καλόπιστος «άγνωστης διευ- θύνσεως» κατηγορούμενος να λαμβάνει, με επώ- δυνο για τον ίδιο τρόπο, γνώση για πρώτη φορά της εις βάρος του σχηματισθείσας δικογραφίας κατά τη σύλληψη του είτε ως φυγοδίκου είτε ως φυγοποίνου, τυχαία (όπως συμβαίνει πλειστάκις π.χ. κατά τη μετάβαση, για οποιονδήποτε άσχετο λόγο, ενός τέτοιου «άγνωστης διαμονής» προσώ¬που σε κάποιο Αστυνομικό Τμήμα, χωρίς να υπο¬ψιάζεται τη δυσάρεστη εξέλιξη της επίσκεψης του αυτής) ή κατόπιν οργανωμένης αστυνομικής επι¬χείρησης .
Για την αποφυγή όλων αυτών των καταστάσε¬ων, που δεν πρέπει επουδενί να είναι ανεκτές σε ένα κράτος δικαίου, όπου τα δικαιώματα του κα¬τηγορουμένου, όπως είναι το δικαίωμα ακρόασης και δικαστικής προστασίας, προστατεύονται α¬πευθείας από το Σύνταγμα του, οφείλουν οι δικα¬στικές και εισαγγελικές αρχές, και εν συνεχεία τα δικαστήρια μας, να εφαρμόζουν τη συγκεκριμέ¬νη διάταξη του άρθρου 156 ΚΠΔ για τα πρόσω¬πα αγνώστης διαμονής με φειδώ και πάντως σύμφωνα με την ερμηνεία που, κατά τα ανωτέ¬ρω, είναι η ορθότερη και μόνη σύμφωνη με τη βούληση του νομοθέτη.
Έτσι, σύμφωνα και με την άποψη της πλειο- ψηφίας στη θεωρία , το αρμόδιο όργανο της επί¬δοσης θα πρέπει να καταβάλει κάθε δυνατή προ¬σπάθεια προς αναζήτηση του τόπου διαμονής του ενδιαφερομένου, και μόνον όταν είναι βέβαιο πως η ανεύρεση της κατοικίας, ή έστω της διαμονής, του προσώπου προς το οποίο πρέπει να γίνει η ε¬πίδοση δεν είναι δυνατή με οποιαδήποτε αναζή¬τηση, θα πρέπει να λαμβάνει χώρα η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 156 ΚΠΔ. Γενομένης δεκτής της θέσης αυτής, θα πρέπει το όργανο της επίδοσης να βεβαιώνει στη σχετική έκθεση επί¬δοσης ότι παρά τις έρευνες που διενήργησε δεν ανευρέθηκαν τόσο ο ενδιαφερόμενος όσο και οι συγγενείς του (εκείνοι, δηλαδή, που αναφέρονται στην § 1 του άρθρου 156 ΚΠΔ) σε ολόκληρη την περιοχή, όπου εκτείνεται ο δήμος ή η κοινότητα της τελευταίας κατοικίας του ενδιαφερομένου . Ασφαλώς, για να είναι σε θέση το όργανο της επί¬δοσης να προβεί σε μια τέτοια βεβαίωση, θα πρέ¬πει να έχει προηγηθεί εκ μέρους του ουσιαστική έρευνα, η οποία εκτείνεται πέραν των στενών ορί¬ων του σπιτιού ή διαμερίσματος, όπου εφέρετο να κατοικεί ο ενδιαφερόμενος, και περιλαμβάνει ο¬λόκληρη την περιοχή του δήμου ή της κοινότητας που βρίσκεται το εν λόγω οίκημα, κατά τα προα- ναφερθέντα. Η έρευνα αυτή δεν μπορεί ούτε να εξαντλείται στη διαπίστωση μόνο ότι δεν ανευρέ- θηκε κουδούνι (ή πινακίδα, κατά περίπτωση) με το όνομα του ενδιαφερομένου στην είσοδο του σπιτιού ή της πολυκατοικίας, ή στην υποβολή κά¬ποιων ερωτήσεων στους γείτονες για την τύχη του τέως (κατά πως φαίνεται) γείτονα τους, ιδίως, δε, όταν υπήρχαν εξ αντικειμένου κάποιες προσβά-
υιοθετούν οι Χ α ρ . Σ ε β α σ τ ί κ η – Κ α τ . Π ε τ ο ύ – μενου, ό.π., σ. 106, και Π. Παπανδρέου, ό.π., σ. 1200, οι οποίοι, ενδεχομένως και υπό την ιδιότητα τους ως δικαστικοί λειτουργοί, μάλλον είναι σύμφωνοι με τη θέση της νομολογίας ότι το όργανο το οποίο έλαβε την εντολή να ενεργήσει την επίδοση δεν έχει υποχρέωση να προσφύγει σε άλλες τυχόν πηγές πληροφοριών για να ανακαλύψει τη διαμονή του αποδέκτη των εγγρά¬φων, πέραν όσων ήδη έχει στα πλαίσια της υπάρχουσας δικογραφίας.
29. Βλ. Α ρ γ . Κ α ρ ρ ά , Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σ. 345. Έτσι και η ΑΠ 115/1976, ΠοινΧρ ΚΣΤ’ 564, με την οποία γίνεται δεκτό ότι απαιτείται βεβαίωση του επιδίδοντος ότι παρά τις έρευνες του δεν κατέστη δυνα¬τή η γνώση του τόπου της διαμονής του κατηγορουμέ¬νου καθώς και ότι απουσιάζει και η σύζυγος αυτού ή οι λοιποί συγγενείς του που αναφέρονται στο άρθρο 156 ΚΠΔ από τον τόπο της κατοικίας του.
σεις, όπως είναι η επαγγελματική εγκατάσταστη, που ενδεχομένως θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανεύρεση του ενδιαφερόμενου .
Θα πρέπει, λοιπόν, το αρμόδιο για την επίδο¬ση όργανο να καταφύγει σε κάθε δυνατή πηγή προς ανεύρεση της πραγματικής κατοικίας του ενδιαφερόμενου και, για το λόγο αυτό, σφοδρή κριτική δέχεται η θέση της νομολογίας ότι δεν έχει
30. Βλ. Ν ικ . Α ν δ ρ ο υ λ ά κ η , ό.π., σ. 414, με ανα¬φορά ιδίως σε προσβάσεις σχετιζόμενες με το επάγγελ¬μα του ενδιαφερόμενου και περαιτέρω παραπομπή σε Δέδε, Η κατά απόντων και φυγοδίκων διαδικασία, 1968, σ. 27 επ. Έτσι, με την ΑΠ 700/1984, ΠοινΧρ ΛΔ’ 1018, αναιρέθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα που α- πέρριψε ως απαράδεκτη, καθότι εκπρόθεσμη, την έφεση του αναιρεσείοντος πολιτικού ενάγοντος, επειδή το γε¬γονός ότι δεν βρέθηκε από το όργανο της επίδοσης στον τόπο της κατοικίας του θεωρήθηκε αρκετό για να γίνει η επίδοση κατ’άρθρο 156 ΚΠΔ, ενώ έπρεπε να γί¬νει η επίδοση στη διεύθυνση της επαγγελματικής του εγκαταστάσεως, ήτοι στο δικηγορικό του γραφείο, αφού από τη δικογραφία προέκυπτε ότι είχε δηλώσει τη διεύ¬θυνση αυτή σε ένορκη κατάθεσή του και, ως εκ τούτου, έπρεπε να κριθεί ότι εμπροθέσμως άσκησε την έφεση του. Συνεπώς, κατά Αργ. Καρρά, ό.π., σ. 345-6, θα πρέπει να θεωρείται παράτυπη μια επίδοση κατά την διαδικασία του άρθρου 156 ΚΠΔ ιδίως όταν από την ί¬δια τη δικογραφία προκύπτει συγκεκριμένη διεύθυνση κατοικίας ή επαγγέλματος, ή όταν η ανεύρεση της κα¬τοικίας του ενδιαφερομένου εκ μέρους της αρχής είναι προσιτή σ’αυτή, όπως συμβαίνει π.χ. στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος είναι κρατούμενος σε κάποιο σωφρονιστικό κατάστημα (όπου στην περίπτωση αυτή, κατά πάγια νομολογία, ο κρατούμενος θεωρείται ως γνωστής διαμονής, ΑΠ 754/1992, ΠοινΧρ ΜΒ’ 662, ΑΠ 751/1992, ΠοινΧρ ΜΒ’ 660, ΑΠ 167/1998, ΠοινΧρ ΜΗ’ 1998, ΑΠ 1307/1998, ΠοινΧρ ΜΘ’ 719, ΑΠ 260/1994, ΠοινΧρ ΜΔ’ 380, ΑΠ 2289/2003, ΝοΒ 2004. 852, ΣυμβΑΠ 1307/1998, ΠοινΧρ ΜΘ’ 719) ή όταν είναι γνωστή η επαγγελματική του ιδιότητα (δικηγόρος, ια¬τρός, κλπ) οπότε η επαγγελματική του διεύθυνση μπο- ρεί εύκολα να βρεθεί. Βεβαίως, το ίδιο ισχύει και αντι- στρόφως, ήτοι δεν μπορεί να θεωρηθεί αγνώστης δια¬μονής εκείνος που δεν βρέθηκε στον τόπο της επαγγελ¬ματικής του διεύθυνσης, όταν είναι γνωστή η διεύθυνση της κατοικίας του. Έτσι, με την ΑΠ 462/2004, ΠοινΛ 2004. 580, αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση με την παραδοχή ότι μόνο το γεγονός της μη ανεύρεσης του εκκαλούντος στη διεύθυνση του γραφείου του, ό¬που ασκούσε το επάγγελμα του, δεν επαρκεί για τον χαρακτηρισμό του εκκαλούντος ως αγνώστου διαμο¬νής, εφόσον ήταν γνωστή η διεύθυνση της κατοικίας του. Ομοίως η ΑΠ 596/2006, ΠρΛογ 2006. 279.
υποχρέωση το όργανο της επίδοσης να προσφεύ¬γει σε άλλες αρχές ή πηγές. Κατά την χαρακτηρι¬στική, δε, διατύπωση της θέσης του Αρείου Πάγου ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, αρκεί ότι το πρόσωπο δε βρέθηκε στη διεύθυνση που ήταν γνωστή στην δικαστική αρχή που παρήγγειλε την επίδοση ενώ «είναι αδιάφορο αν ο τόπος αυτός είναι γνωστός σε άλλες αρχές» . Η κριτική βεβαίως στη θέση αυτή εστιάζεται στο γεγονός ότι είναι αντίθε¬τη τόσο με το συνταγματικής περιωπής δικαίωμα της προηγούμενης ακροάσεως και υπερασπίσεως του κατηγορουμένου όσο και στο άρθρο 6 § 1 ΕΣΠΑ περί δίκαιης δίκης . Πολύ εύστοχα παρα- τηρείται από τον Η.Αναγνωστόπουλο ότι δεν εί¬ναι νοητό το ίδιο πρόσωπο να είναι γνωστό ως φορολογούμενος, εκλογέας, συνδρομητής της ΔΕΗ, του ΟΤΕ και της ΕΥΔΑΠ, αλλά να είναι «άγνωστος» ως κατηγορούμενος! Πολλώ, δε, μάλλον αυτό ισχύει στην περίπτωση που το ίδιο πρόσωπο τυχαίνει να είναι γνωστής κατοικίας σε άλλη εισαγγελική αρχή από εκείνη που προέβη στη συγκεκριμένη επίδοση! Πως μπορεί, δηλαδή, να γίνεται αποδεκτό ότι το ίδιο πρόσωπο μπορεί να τυγχάνει άγνωστης διαμονής για την, π.χ. Ει¬σαγγελία Αθηνών αλλά γνωστής διαμονής για την π.χ. Εισαγγελία Κορίνθου, όταν μάλιστα ισχύει η αρχή του ενιαίου και αδιαίρετου της Εισαγγελικής Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 24 § 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων ; Όταν, μάλιστα, συμ¬βαίνει σε ορισμένες περιπτώσεις το αυτό πρόσωπο να τυγχάνει γνωστής και αγνώστης συνάμα δια¬μονής για την ίδια Εισαγγελική Αρχή, τότε είναι περιττό να επισημανθεί τι είδους σύστημα απονο¬μής ποινικής δικαιοσύνης απολαμβάνουμε στην χώρα μας .
Στην πράξη, δε, κατά την ακροαματική διαδι¬κασία ενώπιον των αυτόφορων δικαστηρίων, ό¬που κατά κανόνα εισάγονται προς εκδίκαση εκ¬πρόθεσμες εφέσεις κατά ερήμην καταδικαστικών αποφάσεων, οι κατηγορούμενοι συνήθως προ¬σπαθούν να αποδείξουν ότι τύγχαναν γνωστής διαμονής, προσκομίζοντας διάφορα έγγραφα, όπως λογαριασμούς ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ, κινητών τηλεφώνων, φορολογικών δηλώσεων, κλπ, από τα οποία προκύπτει ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης διέμεναν σε άλλη διεύθυνση, γνωστή σε διάφορες δημόσιες και μη υπηρεσίες, και ως εκ τούτου εσφαλμένα έλαβε χώρα επίδοση ως αγνώ¬στου διαμονής. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές η θέση των δικαστηρίων είναι ότι από τέτοιου εί¬δους αποδεικτικά στοιχεία όπως τα ανωτέρω, συ¬μπεριλαμβανομένου και κάποιου μάρτυρα που προτείνεται συνήθως από τον κατηγορούμενο
35. Έτσι, με την ΤρΠλΑθη 3571/2011 (αδημοσίευτη) κρίθηκε ως εμπρόθεσμη η έφεση του κατηγορουμένου, καθότι η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης έλαβε χώρα κατά την διαδικασία του άρθρου 156 ΚΠΔ, καίτοι ο κατηγορούμενος, κατά το χρόνο της επίδοσης, είχε μόνιμη κατοικία στην Αττική, η διεύθυνση της οποίας ήταν γνωστή στις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, τις ίδιες που παρήγγειλαν την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, αφού ήδη από το προηγούμενο της επίδο¬σης της εκκαλούμενης απόφασης έτος ο κατηγορούμε¬νος είχε εμφανιστεί και απολογηθεί για άλλη πράξη ενώπιον Τακτικού Ανακριτή Αθηνών. Επίσης, με την ΤρΠλΑθ 39280/2011 (αδημοσίευτη) έγινε δεκτή εκπρό¬θεσμα ασκηθείσα έφεση καθότι το δικαστήριο έκρινε ότι λανθασμένα επιδόθηκε η απόφαση ως αγνώστου δια¬μονής, αφού ο κατηγορούμενος διέθετε γνωστή διεύ¬θυνση κατοικίας, αλλά και γνωστή επαγγελματική δι¬εύθυνση, στις οποίες όμως δεν αναζητήθηκε. Αλλά και με την ΑΠ 1888/2008 (NOMOS) αναιρέθηκε η προ¬σβαλλόμενη απόφαση, με την οποία είχε απορριφθεί ως εκπρόθεσμη η κρινόμενη έφεση, καθότι από την ίδια την δικογραφία και την απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας προέκυπτε ότι στην ίδια εισαγγελική αρχή ήταν γνωστές δύο διευθύνσεις κατοικίας της κατηγορουμέ¬νης, αυτή που προέκυπτε από την μήνυση και άλλη που προέκυπτε από άλλες ποινικές υποθέσεις της, όπου και γίνονταν διάφορες επιδόσεις από την ίδια εισαγγελία, και, παρά ταύτα, δεν αναζητήθηκε και στην δεύτερη αυτή γνωστή διεύθυνση της. Ομοίως και η ΑΠ 1590/
2008, ΠοινΧρ ΝΘ’ 624.
προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών του, δεν απο¬δεικνύεται ότι η παραγγέλουσα δικαστική ή ει- σαγγελική αρχή είχε λάβει γνώση της μετοίκησης του ενδιαφερόμενου από τη διεύθυνση κατοικίας που προέκυπτε από την δικογραφία. Βεβαίως, υ¬πάρχουν και περιπτώσεις που πράγματι γίνεται δεκτό, επί τη βάσει των ανωτέρω αποδεικτικών στοιχείων, που προσκομίζονται από τον κατηγο¬ρούμενο, ότι αυτός διέθετε γνωστή διεύθυνση κα¬τοικίας και ως εκ τούτου δεν έπρεπε να θεωρηθεί ως αγνώστου διαμονής , αλλά κατά κανόνα αυτό συμβαίνει κατόπιν συνεκτιμήσεως, ως μη έδει ασφαλώς, και της ουσίας της υπόθεσης.
Εν κατακλείδι, οι θέσεις της νομολογίας, και δη του Αρείου Πάγου , όπως αυτές διαπιστώθη¬καν ανωτέρω, χρήζουν επανεξέτασης, ώστε να α- νταποκρίνονται στην ανάγκη δίκαιης δίκης, κατά το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, και παροχής έννομης προστασίας και προηγούμενης ακρόασης, κατά το άρθρο 20 του Συντάγματος μας, έτσι ώστε και να μην εκτίθεται διεθνώς η χώρα μας με την παγιω- μένη μέχρι σήμερα πρακτική. Ειδικότερα, και βά- σει όσων αναλυτικά αναφέρθηκαν ανωτέρω: α) η θέση ότι ως κατοικία κατά την έννοια του άρθρου
156 ΚΠΔ θεωρείται το συγκεκριμένο οίκημα που διαμένει ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να επανεξε¬ταστεί επί τη βάσει της θέσεως ότι ως κατοικία θεωρείται ευρύτερα η περιοχή του δήμου ή της κοινότητας, όπου διαμένει το πρόσωπο στο οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, β) η θέση ότι η εισαγγε- λική ή δικαστική αρχή που παραγγέλλει την επί¬δοση, ή το όργανο της επίδοσης, δεν έχουν υπο¬χρέωση να προσφύγουν σε άλλες πηγές πέραν των όσων στοιχείων προκύπτουν από την συγκεκριμέ¬νη δικογραφία, θα πρέπει να επανεξεταστεί επί τη βάσει της θέσεως ότι η αρχή που παραγγέλλει την επίδοση ή το όργανο της επίδοσης θα πρέπει να προσφεύγουν σε κάθε δυνατή πηγή, εξαντλώ¬ντας όλα τα μέσα που είναι πρόσφορα γα τη δι-απίστωση της κατοικίας ή της διαμονής του ενδι¬αφερομένου και γ) η θέση ότι ως «εισαγγελική αρ¬χή» θεωρείται μόνον εκείνη που παραγγέλει την επίδοση και όχι οποιαδήποτε εισαγγελική αρχή της χώρας, θα πρέπει να επανεξεταστεί επί τη βά- σει της θέσεως ότι η εισαγγελική αρχή θα πρέπει να λαμβάνεται ως μια και ενιαία σε όλη την χώ¬ρα, μη γενομένου αποδεκτού ότι μπορεί να το ίδιο πρόσωπο να είναι γνωστής κατοικίας για μια ει-
619/2006, ΠρΛογ 2006. 281, με την οποία μάλιστα κρί- θηκε ότι δεν αρκεί για την κρίση περί γνωστής ή άγνω¬στης διαμονής να στηρίζεται το δικαστήριο αποκλει¬στικά στο περιεχόμενο του αποδεικτικού επίδοσης, χω¬ρίς να λαμβάνει υπόψη του και να αξιολογεί και άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως είναι το περιεχόμενο της κατάθεσης του εξετασθέντος μαρτύρα.
38. Όπως π.χ. συνέβη με την απόφαση του Εφετείου του Braunschweig της 2.7.2001, ΠοινΧρ ΝΒ’ 57. Με την απόφαση του αυτή το Εφετείο αρνήθηκε την έκδοση του έλληνα εκζητούμενου – φυγόποινου στην Ελλάδα, με το αιτιολογικό ότι η διεξαχθείσα ερήμην του διαδι¬κασία ως αγνώστου διαμονής δεν ήταν δίκαιη, καθότι αυτός ουδέποτε έλαβε γνώση, από τις αρμόδιες ελληνι¬κές αρχές, της εις βάρος του ποινικής διαδικασίας, πα- ραβιαζομένων κατά αυτόν τον τρόπο των υπερασπιστι- κών του δικαιωμάτων.
σαγγελία της χώρας αλλά άγνωστης για άλλη. Πολλώ, δε, μάλλον μη νοούμενου να είναι ταυτό¬χρονα γνωστής και άγνωστης διευθύνσεως για την ίδια εισαγγελία .
V. Η υποχρέωση γνωστοποίησης τυχόν αλλαγής διεύθυνσης
Ένα ακόμα βασικό πρόβλημα που προκαλείται από την κατά τα ανωτέρω ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 156 ΚΠΔ από τα δικαστήρια ουσίας, κυρίως, αλλά και τον Άρειο Πάγο, αφού ούτε στο ζήτημα αυτό είναι πάγια η νομολογία του , είναι και η λανθασμένη επίκληση και ερμηνεία, άμμε- σα ή έμμεσα, του άρθρου 273 § 1 στοιχ. γ’ ΚΠΔ. Όταν, δηλαδή, ένας κατηγορούμενος φτάνει ενώ¬πιον του αρμόδιου δικαστηρίου προς εκδίκαση μιας εκπρόθεσμης έφεσης του, ισχυριζόμενος ότι είχε μετακομίσει από τη διεύθυνση στην οποία έ- γινε η επίδοση, της οποίας δεν έλαβε γνώση, και ότι ήδη από τότε είχε άλλη γνωστή διεύθυνση κα¬τοικίας, τότε βρίσκεται αντιμέτωπος, τις περισσό¬τερες φορές, με το τιθέμενο από το δικαστή ερώ¬τημα, σε έντονα επικριτικό ύφος συνήθως, «και γιατί δεν δηλώσατε την αλλαγή της διεύθυνσης σας στην εισαγγελία;» ή «και που θέλατε να ξέρει η εισαγγε¬λία ότι αλλάξατε εσείς διεύθυνση;». Στην, δε, αυθόρ¬μητη και ειλικρινή, τις περισσότερες φορές, απά¬ντηση του ότι «δε γνώριζα για τη δικογραφία αυτή», τότε λαμβάνει επίσης αποστομωτικές απαντήσεις, όπως «θα έπρεπε να το γνωρίζετε» ή «ελάτε τώρα που δεν το γνωρίζατε», κλπ. Έτσι, με τον τρόπο αυτό με- ταφέρεται όλο το βάρος αποδείξεως στον κατηγο¬ρούμενο, κατά παραβίαση της δικονομικής αρχής ότι ο κατηγορούμενος δε βαρύνεται με την από¬δειξη της αθωότητάς του, και καλείται να πείσει το δικαστήριο ότι πράγματι δε γνώριζε για την σχη- ματισθείσα εις βάρος του δικογραφία, κάτι που ασφαλώς αβίαστα προκύπτει από το γεγονός ότι δεν βρέθηκε από το όργανο της επίδοσης και θεω¬ρήθηκε ως άγνωστης διαμονής, και ότι πράγματι είχε μετακομίσει, κάτι που όμως επίσης αβίαστα προκύπτει από το γεγονός ότι δεν ανευρέθηκε στη διεύθυνση στην οποία αναζητήθηκε. Για ποιό λό¬γο, άλλωστε, κάποιος που γνωρίζει ότι εκκρεμεί εις βάρος του μια ποινική δικογραφία ή, ακόμα χειρότερα, μια καταδικαστική απόφαση, να μην προβαίνει εγκαίρως σε όλες τις απαραίτητες δικο- νομικές ενέργειες, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να συλληφθεί και να υποβληθεί σε όλη αυτή την ταπεινωτική διαδικασία της συλ- λήψεως και της διαδικασίας που ακολουθεί αυτής;
Παρά ταύτα, μέχρι και σήμερα τα περισσότερα δικαστήρια της ουσίας επιμένουν να απαιτούν από τον κατηγορούμενο να εξηγήσει γιατί δεν ε¬νημέρωσε την εισαγγελική αρχή για την αλλαγή διεύθυνσης του, για μια δικογραφία που δεν γνώ¬ριζε ότι υφίσταται! Με τον τρόπο αυτό, όμως, και με τον τρόπο βεβαίως που γίνονται στη χώρα μας οι επιδόσεις ως αγνώστου διαμονής, όλοι οι πολί¬τες που έχουν μετακομίσει έστω και μια φορά στη ζωή τους καθίστανται αυτομάτως οιονεί φυγόδικοι ή φυγόποινοι, αφού μπορεί να έχει σχηματιστεί εις βάρος τους κάποια ποινική δικο¬γραφία, είτε εξαιτίας κάποιας οφειλής τους, π.χ. στο δημόσιο, είτε εξαιτίας κάποιου ασήμαντου πε¬ριστατικού στον δρόμο με κάποιον άγνωστο, της οποίας την ύπαρξη δικαιολογημένα δεν γνωρί¬ζουν. Μάλιστα, το πρόβλημα αυτό λαμβάνει ακό¬μα σοβαρότερες διαστάσεις μετά την τροποποίση του άρθρου 432 ΚΠΔ με το άρθρο 21 του ν.3904/2010, και την προσθήκη του δευτέρου εδα-φίου της παραγράφου δύο με το άρθρο 75 του ν.3994/2011, που καθιστά πλέον δυνατή την ερή¬μην εκδίκαση κατηγορουμένου ακόμα και για κα¬κούργημα. Βεβαίως, η περίπτωση αυτή ισχύει για όσους θεωρούνται ή είναι γνωστής διαμονής. Ω¬στόσο, και η διαδικασία της επίδοσης ως γνωστής διαμονής, ιδίως δε με τη μορφή της απλής θυρο- κόλλησης, πολλές φορές δεν απέχει ιδιαίτερα, σε ό,τι αφορά τη διαδικασία και τα αποτελέσματα της, από τη διαδικασία της επίδοσης ως άγνωστης διαμονής.
Αλίμονο, λοιπόν, αν γίνει δεκτό ότι κάθε πολί¬της που μετακομίζει – και που δεν τυγγάνει κατη-γορούμενος – οφείλει να δηλώνει τη διεύθυνση του στην κατά τόπο αρμόδια εισαγγελία. Η διάτα¬ξη του άρθρου 273 § 1 στοιχ.γ’ ΚΠΔ είναι απολύ- τως ξεκάθαρη, απαιτώντας εκ μέρους του κατηγο¬ρουμένου δήλωση στον εισαγγελέα μεταβολής της κατοικίας ή διαμονής του, μαζί με την ακριβή νέα διεύθυνση του, μόνον στην περίπτωση που έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση, προανάκριση ή κύρια ανάκριση, στην οποία έχει συμμετάσχει ο κατηγορούμενος και έχει δηλώσει κατά το στοιχ.α’ της § 1 του άρθρου 273 ΚΠΔ τη διεύθυνση κατοι¬κίας του. Μόνο, δηλαδή, αν γνωρίζει την άσκηση της εις βάρος του ποινικής δίωξης και έχει συμμε¬τάσχει στην προδικασία που έχει ακολουθήσει, δηλώνοντας τη διεύθυνση του, οφείλει ο κατηγο-ρούμενος να δηλώσει εγγράφως στην αρμόδια κα¬τά τόπο εισαγγελία την αλλαγή της διεύθυνσης τους.
Συνεπώς, όλως εσφαλμένως αποδίδεται στον εκάστοτε κατηγορούμενο η μομφή ότι δεν δήλωσε την αλλαγή της διεύθυνσης του στην εισαγγελία, εφόσον δεν είχε προηγηθεί σχετική προδικασία, της οποίας να είχε λάβει γνώση και να είχε συμμε¬τάσχει. Στο σημείο αυτό και ο Άρειος Πάγος με σειρά αποφάσεων του κατακρίνει, άμεσα ή έμμε¬σα, την δικαστηριακή αυτή πρακτική των δικα¬στηρίων της ουσίας – χωρίς ωστόσο να λείπουν και οι αντίθετες αποφάσεις, όπως προαναφέρθηκε – αναγνωρίζοντας ότι η μη γνωστοποίηση εκ μέ¬ρους του κατηγορουμένου της νέας του διεύθυν¬σης στις δικαστικές και αστυνομικές αρχές είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού ο κατηγορούμενος, ο οποίος πιθανόν να μη γνωρίζει ότι έχει καταστεί κατηγορούμενος ή ότι έχει εκδοθεί εις βάρος του καταδικαστική απόφαση, δεν υποχρεούται να προβαίνει σε γνωστοποίηση της διεύθυνσης της κατοικίας του στις δικαστικές και αστυνομικές
αρχές •
VI. Η θέση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Η ανάγκη έγκυρης και έγκαιρης ενημέρωσης του κατηγορουμένου για τη σχηματισθείσα εις βάρος του δικογραφία, προκειμένου να μπορέσει αυτός να ασκήσει καταλλήλως τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, απολαμβάνοντας μιας δίκαιης δίκης κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, έχει επισημανθεί επανειλημμένως και με πάγιο τρόπο και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου . Απόφαση σταθμός για το ζήτημα θεωρείται η απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Colozza κατά Ιταλίας του 1985 . Με την απόφαση του αυτή το ΕΔΔΑ έκρινε ότι μπορεί οι εγγυήσεις για δίκαιη δίκη που προβλέπονται στην τρίτη πα¬ράγραφο του άρθρου 6 ΕΣΔΑ να αποτελούν ειδι¬κότερες προϋποθέσεις για δίκαιη δίκη κατά την παράγραφο ένα, αλλά ωστόσο, από το σκοπό του συνόλου του άρθρου, προκύπτει ότι ο κατηγορού¬μενος πρέπει να έχει την ευχέρεια να συμμετέχει στη διαδικασία στο ακροατήριο. Άλλωστε, κατά πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ η παραίτηση από ο- ποιοδήποτε δικαίωμα που εγγυάται η ΕΣΔΑ πρέ¬πει να διαπιστώνεται κατά τρόπο ρητό και αναμ¬φίβολο . Ωστόσο, στην συγκεκριμένη περίπτωση του Colozza οι ιταλικές δικαστικές αρχές είχαν συναγάγει μια τέτοια παραίτηση μόνον εκ της ι¬διότητας του ως φυγοδίκου. Κατά το ΕΔΔΑ, όμως, δεν προέκυψε ότι ο προσφεύγων είχε λάβει γνώση της εις βάρος του δίωξης, ενώ οι έρευνες που έγι- ναν για την ανεύρεση του υπήρξαν αναποτελε¬σματικές, καίτοι άλλες υπηρεσίες της ίδιας χώρας είχαν κατορθώσει να τον βρουν στη νέα του διεύ¬θυνση, ενόψει άλλων εις βάρος του δικογραφιών. Έτσι, κατέληξε το ΕΔΔΑ, από πουθενά δεν προέ- κυψε ότι ο προσφεύγων είχε παραιτηθεί από το δικαίωμα του να εμφανισθεί ενώπιον του ποινι¬κού δικαστηρίου και να υπερασπιστεί τον εαυτό του, όπως επίσης δεν αποδείχθηκε ότι είχε πρόθε¬ση να φυγοδικήσει. Τέλος, σύμφωνα με το Δικα¬στήριο, τα Κράτη – μέλη της ΕΣΔΑ μπορούν ελεύ¬θερα να επιλέξουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμέ- νου το δικαστικό τους σύστημα να ανταποκρίνε- ται ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα στις επιταγές του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ, επισημαίνοντας ταυτό¬χρονα όμως ότι οι δυνατότητες που προσφέρει το εθνικό δίκαιο πρέπει να είναι αποτελεσματικές και δεν πρέπει να βαρύνεται ο κατηγορούμενος με την απόδειξη ότι δεν σκόπευε να φυγοδικήσει, ούτε ότι η απουσία του οφειλόταν σε γεγονός ανωτέρας βίας.
Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε εν συνεχεία και η Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στην υπόθεση Σταμουλακάτου κατά Ελλάδας45. Στην υπόθεση αυτή ο προσφεύγων είχε καταδικα¬στεί για τρεις διαφορετικές πλημμεληματικές πρά¬ξεις, αλλά σε καμία οι επιδόσεις δεν είχαν γίνει προσωπικά σε αυτόν. Έτσι, κατά την ΕπΔΑ δεν μπορούσε να γίνει δεκτό ότι ο προσφεύγων είχε
44. Σκέψη 28 της απόφασης Colozza, όπου περαιτέ¬ρω παραπομπές στις αποφάσεις Neumeister thw7-5- 1974, Le Compte, Van Leuven et De Meyere της 23-6¬1981 και Albert et Le Compte της 10-2-1983.
45. Stamoulakatos v.Greece, no 12806/87. Η συγκε¬κριμένη υπόθεση δεν κρίθηκε από το ΕΔΔΑ, στο οποίο παραπέμφθηκε από την ΕπΔΑ, κατ’ουσίαν εξαιτίας λό¬γων χρονικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Ειδικότε¬ρα, το ΕΔΔΑ με απόφαση του στις 26.10.1993 έκρινε ότι δεν είχε εξουσία να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης, καθότι οι δίκες ενώπιον των πλημμελειοδικείων είχαν λάβει χώρα πριν την 20.11.1985, ήτοι πριν από την η¬μερομηνία κατά την οποία η χώρα μας αποδέχθηκε το δικαίωμα άσκησης ατομικής προσφυγής.
πραγματικά λάβει γνώση των ημερομηνιών των δικασίμων και των, μεταγενέστερων, καταδικα¬στικών αποφάσεων και, ως εκ τούτου, οι αποφά¬σεις αυτές εκδόθηκαν χωρίς να έχει δοθεί στον κα¬τηγορούμενο η δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Επαναλαμβάνοντας, δε, τις θέσεις του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Colozza, η Επιτροπή τονίζει ότι το να υποχρεώνεται ο κατηγορούμενος να α¬ποδείξει ότι αφενός οι ενέργειες της διωκτικής αρ¬χής ήταν εσφαλμένες και ότι αφέτερου δεν ενήρ- γησε με σκοπό φυγοδικίας, δεν συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της δίκαιης δίκης κατά το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ.
Από τις πιο πρόσφατες αποφάσεις του ΕΔΔΑ για το συγκεκριμένο ζήτημα είναι η Popovitsi κα¬τά Ελλάδος του 201046. Στην υπόθεση αυτή η προ- σφεύγουσα καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης για το αδίκημα της κλοπής, χωρίς ωστόσο να λά¬βει γνώση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της από¬φασης, αφού οι επιδόσεις έλαβαν χώρα με τη δια¬δικασία του άρθρου 156 ΚΠΔ ως αγνώστου δια¬μονής. Η προσφεύγουσα επικαλέστηκε ότι διέθετε γνωστή διαμονή, προσκομίζοντας και σχετικό μι¬σθωτήριο κατοικίας στο δικαστήριο που έκρινε την αίτηση που υπέβαλε για την ακύρωση της εις βάρος της απόφασης. Ωστόσο, η αίτηση της αυτή απορρίφθηκε από το δικαστήριο με την αιτιολο¬γία ότι «κατά το χρόνο της επίδοσης η Εισαγγελία δεν γνώριζε την κατοικίας της». Το ΕΔΔΑ, επαναλαμβά¬νοντας την παγία θέση του, έκρινε καταρχάς ότι, αν και δεν αναφέρεται ρητά στην § 1 του άρθρου 6, η δυνατότητα του κατηγορουμένου να λάβει μέρος στη συζήτηση απορρέει από το αντικείμενο και το σκοπό του άρθρου, ενώ, οι προϋποθέσεις για μια δίκαιη δίκη, όπως τίθενται στα εδάφια γ), δ) και ε) της παραγράφου 3 του άρθρου 6 ΕΣΔΑ, δεν θα μπορούσαν να εκπληρωθούν χω¬ρίς την παρουσία του κατηγορουμένου. Θα πρέ¬πει, δε, να αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος είχε πράγματι παραιτηθεί από το δικαίωμα του να εμφανισθεί ενώπιον του δικαστηρίου και να υπε¬ρασπιστεί τον εαυτό του.
Χαρακτηριστικές μάλιστα είναι οι εξής θέσεις που διατύπωσε το ΕΔΔΑ στην υπόθεση αυτή: «Γε¬νικότερα, το Δικαστήριο δεν αντιλαμβάνεται ού¬τε για ποιο λόγο οι πολίτες, όταν δεν έχουν κα¬μία γνώση των σε βάρος τους κατηγοριών, υπο- χρεούνται να ενημερώνουν από μόνοι τους την εισαγγελία για κάθε αλλαγή διεύθυνσης», ενώ στη συνέχεια το ΕΔΔΑ επικρίνοντας την απόρριψη της αίτησης ακύρωσης της προσφεύγουσας ανα¬φέρει: «Η κατάσταση αυτή δε συμβαδίζει με την επιμέ¬λεια που τα συμβαλλόμενα Κράτη οφείλουν να επιδει¬κνύουν για να διασφαλίζουν την πραγματική και όχι θεωρητική ή απατηλή απόλαυση των δικαιωμάτων που εγγυάται το άρθρο 6».
Κατόπιν της επισκοπήσεως της νομολογίας του ΕΔΔΑ ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, είναι πε¬ριττό να τονιστεί ότι η ακολουθούμενη δικαστη¬ριακή πρακτική στη χώρα μας ουδεμία σχέση έχει με τις επιταγές περί δίκαιης δίκης, όπως αυτές α¬πορρέουν από το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ και καθορί¬ζονται συγκεκριμένα από τη νομολογία του ΕΔΔΑ.
VII. Επίμετρο – προτάσεις
Εν κατακλείδι, καθίσταται σαφές ότι η μέχρι σήμερα δικαστηριακή πρακτική ως προς την επί¬δοση αγνώστου διαμονής κατά το άρθρο 156 ΚΠΔ, είτε αφορά τον τρόπο που τα αρμόδια όρ¬γανα εκτελούν τις παραγγελίες επίδοσης είτε αφο¬ρά τον τρόπο που τα δικαστήρια μας ερμηνεύουν και εφαρμόζουν το συγκεκριμένο άρθρο, παρα¬βιάζει κατάφορα το δικαίωμα δικαστικής προστα¬σίας κατά το άρθρο 20 του Συντάγματος μας και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, κατά το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, όπως αναλυτικά αναφέρθηκε ανωτέρω.
Ωστόσο, σε μια εποχή όπως η σημερινή, όπου ο εθνικός και υπερεθνικός νομοθέτης προνοεί δι- αρκώς, έστω και καθυστερημένα ενίοτε, προς προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων, όπου η τεχνολογία αφενός έχει καταστήσει την επικοινω¬νία πολύ ευκολότερη και αφετέρου συμβάλει δι- αρκώς στην προοδευτική οργάνωση των δομών του κράτους, η συνέχιση της πρακτικής αυτής δεν μπορεί να γίνεται πλέον ανεκτή σε ένα κράτος δι¬καίου. Όταν σε άλλες χώρες χρησιμοποιούνται ακόμα και τα ηλεκτρονικά μέσα κοινωνικής δι-κτύωσης47 προκειμένου να εξασφαλιστεί με κάθε
τρόπο ότι ο ενδιαφερόμενος θα λάβει πράγματι γνώση της, π.χ., εις βάρος του απόφασης, δε νοεί¬ται στη χώρα μας να θεωρείται ότι το κράτος εκ¬πλήρωσε την υποχρέωση του αυτή απλώς και μό¬νο δια της μετάβασης του δικαστικού επιμελητή άπαξ στη διεύθυνση που αναγραφόταν στη μήνυ¬ση, και, σε περίπτωση μη ανεύρεσης του μηνυομέ- νου, επίδοσης εν συνεχεία κατά το άρθρο 156 ΚΠΔ του εγγράφου σε κάποιον υπάλληλο του δήμου του τόπου κατοικίας του μηνυομένου, όπου μάλι¬στα είναι άγνωστη και η περαιτέρω τύχη του εγ¬γράφου (αν, δηλαδή, πράγματι αναρτηθεί σε κά¬ποιον δημόσιο πίνακα, προσιτό σε πλήθος κό-σμου, κλπ).
Συνεπώς, προκειμένου να αναθεωρηθεί προς τη σωστή κατεύθυνση η ως άνω δικαστηριακή πρακτική, απαραίτητη προϋπόθεση είναι καταρ- χάς η επανεξέταση της θέσεως του Αρείου Πάγου προς τις κατευθύνσεις εκείνες που αναφέρθηκαν ανωτέρω και που εξασφαλίζουν στα πλαίσια της ορθής ερμηνείας του άρθρου 156 ΚΠΔ και της δε¬δομένης σήμερα κρατικής και δικαστηριακής δο¬μής ότι θα καταβάλεται κάθε δυνατή προσπάθεια προς ανεύρεση του ενδιαφερόμενου προσώπου. Συνοψίζοντας, δε, τις κατευθύνσεις αυτές θα πρέ¬πει παγίως να γίνεται δεκτό ότι: α) θα πρέπει να προσφεύγει το αρμόδιο όργανο της επίδοσης σε κάθε δυνατή πηγή προς ανεύρεση της διεύθυνσης του ενδιαφερόμενου, τόσο εντός των ορίων του δήμου ή της κοινότητας του τόπου κατοικίας του ενδιαφερομένου όσο και σε όποιαν άλλη περιοχή μπορεί να προκύπτει ότι έχει μετοικήσει, β) θα πρέπει στην έκθεση επίδοσης να βεβαιώνεται ότι καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια προς α¬νεύρεση του ενδιαφερομένου, αναφέροντας συ¬γκεκριμένα προς ποιες κατευθύνσεις κίνηθηκε η σχετική έρευνα, γ) ως «εισαγγελική αρχή» θα πρέ¬πει να νοούνται όλες οι εισαγγελίες της χώρας και δ) δεν πρέπει να θεωρείται ως τελευταία γνωστή κατοικία η διεύθυνση που αναγράφεται στη μή¬νυση ή έγκληση, καθόσον αυτό εμπεριέχει κινδύ-
δωσε” στον καθού δικαστική απόφαση, για παράλειψη χρήσης του ονόματος του ενάγοντος, μέσω του κοινω¬νικού δικτύου Twitter! Με την απόφαση αυτή διατάσ¬σεται πρόσωπο που χρησιμοποιούσε τα στοιχεία ταυτό¬τητας άλλου προσώπου στο Twitter να αναστείλει την εν λόγω δραστηριότητα του στο δίκτυο (πηγή: http: / / www.ethemis.gr/kinopiisi-dikastikis-apofasis- stin-anglia-meso-twitter /).
νους.
Ωστόσο, μια τέτοια αλλαγή κατεύθυνσης της νομολογίας θα πρέπει να συνδυαστεί και με μια σειρά πρακτικών μέτρων και ρυθμίσεων, ώστε να επιτευχθούν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα, όπως: α) επίδοση σε όλες τις γνωστές διευθύνσεις, εφόσον υπάρχουν περισσότερες από μία, έστω και δια ταχυδρομικής επιστολής στις προγενέστερες της τελευταίας γνωστής κατοικίας, β) επίδοση όχι στον Δήμαρχο αλλά στον Διευθυντή του Αστυνο¬μικού Τμήματος της τελευταίας γνωστής κατοικίας του αποδέκτη , δεδομένου ότι είναι πιθανότερο να λάβει τελικά γνώση ο τελευταίος με τον τρόπο αυτό, παρά με την επίδοση στο Δήμαρχο, ιδίως δε όταν πρόκειται για μεγάλους δήμους, γ) ψηφιο¬ποίηση των αρχείων όλων των Εισαγγελιών της χώρας και διασύνδεση τους. Τα αρχεία αυτά θα πρέπει ως ελάχιστο δεδομένων να περιλαμβάνουν τα στοιχεία ταυτότητας και διεύθυνσης κάθε προ¬σώπου που αναφέρεται σε μια δικογραφία. Αν για κάποιο πρόσωπο προκύπτουν (κατά την πρώτη καταχώρηση του στο αρχείο ή μεταγενέστερα) πε-ρισσότερες διευθύνσεις, θα πρέπει να καταγράφο¬νται όλες, δ) πρόσβαση των Εισαγγελικών Αρχών, δια αρμοδίων οργάνων τους, που θα πρέπει να έχουν αναλάβει ειδικώς το συγκεκριμένο έργο, στα αρχεία πελατών της ΔΕΗ, του ΟΤΕ, της ΕΥΔΑΠ, των εταιριών κινητής τηλεφωνίας (οι ο¬ποίες πιθανότατα διαθέτουν και το πιο ενημερω¬μένο αρχείο) αλλά και στο αρχείο εκλογικών κα¬ταλόγων του Υπουργείου Εσωτερικών, ασφαλώς υπό την προϋπόθεση της τήρησης των προβλέψε¬ων του ν.2472/97 για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χα¬ρακτήρα και, τέλος, ε) πρόσβαση των Εισαγγελι-
κών Αρχών στα αρχεία (δηματολόγια) των δήμων της χώρας. Απαραίτητη, βεβαίως, προϋπόθεση εί¬ναι να έχει προηγηθεί επίσης η ψηφιοποίηση και διασύνδεση τους καθώς και η τήρηση των προϋ-ποθέσεων του ν. 2472/97 για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσω-πικού χαρακτήρα.
Ενδεχομένως ορισμένες από τις προτάσεις αυτές να ηχούν ιδιαιτέρως φιλόδοξες για μια χώρα με τις συγκεκριμένες διοικητικές δομές, όπως η δική μας. Ωστόσο, αν πράγματι επιθυμούμε την ανα¬γνώριση μας ως ενός κράτους δικαίου, βάσει των προαναφερθέντων, επιβάλλεται τέτοιου είδους, ή ανάλογης αποτελεσματικότητας, προτάσεις να υι-οθετηθούν και να προωθηθεί άμεσα η υλοποίηση τους. Αν, δε, κάποιες εξ αυτών θεωρούνται και οι- κονομικώς ανέφικτες στην παρούσα συγκυρία, θα ήταν πάντως μια πολύ καλή αρχή η υιοθέτηση όσων εξ αυτών συνεπάγονται ελάχιστο ή μηδενικό κόστος, ενώ σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται μια μεταστροφή της νομολογίας προς την ορθή ερμη¬νεία και εφαρμογή του άρθρου 156 ΚΠΔ.

Δημητρίου Χρ. Αναστασόπουλου Δικηγόρου – ΜΔ Ποινικών Επιστημών

Το Δικαστήριο, αφού διασκέφθηκε μυστικά επί της έδρας, με παρόντα τον Γραμματέα, κατάρτισε και ο Πρόεδρος δημοσίευσε αμέσως την απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία είναι η εξής:
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 320§2 ΚΠΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 213§1 ΣΠΚ «Στις περιπτώσεις των άρθρων 244, 245 στοιχ. α’ και 308§3 ΚΠΔ ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο με κλητήριο θέσπισμα και στις περιπτώσεις των άρθρων 314 και 315§ 3 και 4 ΚΠΔ με κλήση. Με τον ίδιο τρόπο κλητεύεται και ο αστικός υπεύθυνος (άρθρο 89). Το κλητήριο θέσπισμα και η κλήση
του κατηγορουμένου συντάσσονται σε δύο αντίτυπα. Το ένα επιδίδεται στον κατηγορούμενο και το άλλο επισυνάπτεται στη δικογραφία κατά τη συζήτηση της υποθέσεως».
Εξάλλου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 161§1 εδ. α και β’ ΚΠΔ «Για την επίδοση που ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 155-158, εκείνος που την ενεργεί οφείλει να συντάξει αποδεικτικό στον τόπο όπου αυτή γίνεται», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 162 εδ. α’ ΚΠΔ «Το αποδεικτικό της επίδοσης, που συντάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 161, έχει αποδεικτική δύναμη ωσότου προσβληθεί για πλαστότητα».
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 340§1 εδ. α’, 2 εδ. α και 3 ΚΠΔ «Ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση» (παρ.1εδ.α’), «Σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωση του» (παρ.2εδ.α’) και «Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπείται νομίμως από συνήγορο, δικάζεται σαν να ήταν παρών, εφόσον έχει νομίμως κλητευθεί» (παρ.3).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 273 § 1 ΚΠΔ «1. α) Όταν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί ενώπιον του ανακριτή ή του εισαγγελέα, του πταισματοδίκη ή του ειρηνοδίκη που ενεργεί προανάκριση ή των ανακριτικών υπαλλήλων που προβλέπουν τα άρθρα 33 και 34, αυτοί είναι υποχρεωμένοι να εξακριβώσουν τα στοιχεία της ταυτότητας του από το δελτίο της αστυνομικής του ταυτότητας ή από το διαβατήριο του, προσκαλώντας τον ταυτόχρονα να δηλώσει την τωρινή διεύθυνση της κατοικίας του ή της διαμονής του (πόλη, χωριό, συνοικία, οδό,
αριθμό). Τα στοιχεία αυτά καταχωρίζονται στην έκθεση της απολογίας γ)
Ωσότου η καταδικαστική απόφαση γίνει αμετάκλητη και εκτελεστεί, κάθε έγγραφο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθώς και κάθε άλλο ποινικό δικόγραφο, επιδίδεται εγκύρως στον κατηγορούμενο, αν η επίδοση γίνει στη διεύθυνση της κατοικίας ή της διαμονής του που δηλώθηκε αρχικά, σύμφωνα με τα παραπάνω, εκτός αν ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει μεταβολή της πριν από την
επίδοση δ) Εκείνος που ενεργεί την ανάκριση ή την προανάκριση υπενθυμίζει
στον κατηγορούμενο την υποχρέωση του, κατά το προηγούμενο εδάφιο και τις συνέπειες σε περίπτωση παράλειψης, μνημονεύοντας ρητά το γεγονός αυτό στην έκθεση της απολογίας».
Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 166 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠΔ «1. Όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία εμφάνισης των διαδίκων, των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων στο ακροατήριο ορίζεται σε δέκα πέντε (15) ημέρες. Αν ο κλητευόμενος διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής, η προθεσμία αυτή είναι τριάντα (30) ημερών αν η διαμονή του βρίσκεται σε χώρα της Ευρώπης ή της Μεσογείου και εξήντα (60) ημερών σε κάθε άλλη περίπτωση. 2. Η προθεσμία αρχίζει από την επομένη της επίδοσης και λήγει την προηγουμένη της ημέρας της δικασίμου. 3. Η μη τήρηση των προθεσμιών που καθορίζονται στην παρ. 1 και 2 συνεπάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρο 174 παρ.2)».
Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 154§2 ΚΠΔ «Η επίδοση και η κοινοποίηση είναι άκυρες, αν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 155-157, 159 και 165», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 174§2 ΚΠΔ «Η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου και του αστικώς υπευθύνου και του καταλόγου των μαρτύρων, η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησης τους και της πολιτικής αγωγής, καθώς και η ακυρότητα, που αναφέρεται στο άρθρο 166 παρ. 3 καλύπτονται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδο της. Μπορεί όμως το δικαστήριο να αναβάλει τη συζήτηση, αν κρίνει ότι από την ακυρότητα, μολονότι δεν προτάθηκε, είναι δυνατό να προξενηθεί βλάβη στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του αστικώς υπευθύνου».
Από τις προαναφερόμενες διατάξεις καθίσταται σαφές ότι η κατά τα άρθρα 155 επ. ΚΠΔ επίδοση των εγγράφων της ποινικής διαδικασίας αποδεικνύεται, κατά το άρθρο 162 ΚΠΔ, μόνο από το κατά τις διατάξεις του άρθρου 161 παρ. 1 ΚΠΔ συντασσόμενο σχετικά αποδεικτικό, το οποίο λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο. Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 273 ΚΠΔ, η οποία υπαγορεύθηκε από την ανάγκη ταχείας εκδικάσεως των ποινικών υποθέσεων και εξουδετερώσεως της παρελκύσεως της ποινικής διαδικασίας από την επανειλημμένη μεταβολή κατοικίας, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος προέβη σε δήλωση της κατοικίας ή της διαμονής του στον ανακριτή ή στον εισαγγελέα, πταισματοδίκη ή ειρηνοδίκη ή γενικό ή ειδικό ανακριτικό υπάλληλο που ενεργεί προανάκριση, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι είναι γνωστής διαμονής και ότι διαμένει στη δηλωθείσα διεύθυνση, στην οποία και γίνονται νόμιμα όλες οι προς αυτόν επιδόσεις εγγράφων της ποινικής διαδικασίας — μεταξύ των οποίων και η κλήση κατηγορουμένου ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου — μέχρι του αμετακλήτου αυτής, έστω κι αν στο μεταξύ μετέβαλε κατοικία ή διαμονή, εφόσον τη μεταβολή αυτή δεν τη δήλωσε κατά τον υπό της εν λόγω διατάξεως οριζόμενο τρόπο.
Συνεπώς δεν υφίσταται νόμιμη επίδοση κλήσεως στον κατηγορούμενο, όταν αυτή γίνει σε τόπο (ή διεύθυνση) διαφορετικό από τον δηλωθέντα στην απολογία του στον τακτικό ανακριτή, έστω κι αν στο μεταξύ έχει μεταβληθεί η κατοικία (ή διαμονή) του, χωρίς όμως να έχει προβεί στη σχετική δήλωση της μεταβολής αυτής κατά τον υπό του νόμου διαγραφόμενο τρόπο, καθώς και όταν η επίδοση γίνει κατά τη διάταξη του άρθρου 156 ΚΠΔ (ως αγνώστου διαμονής), αφού στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ως γνωστής διαμονής και η επίδοση της κλήσεως σ’ αυτόν γίνεται μόνον κατά τη διάταξη του άρθρου 155 ΚΠΔ (ως γνωστής διαμονής) και μάλιστα στη διεύθυνση της κατοικίας, στην οποία δήλωσε αρχικά στον ανακριτή ότι διαμένει, στη θύρα της οποίας, αν δεν ευρεθούν σύνοικοι, το αρμόδιο για την επίδοση όργανο επικολλά την κλήση [βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 19942, σελ. 343-344 Αργ. Καρρά, ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 19982, σελ. 355-356 • Αθ. Κονταξή, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, τόμ. Β', 20064, σελ. 1720 επ. ΑΠ 1445/1989, ΠοινΧρον. Μ'(1990), 716 • ΑΠ 845/1993, Υπέρ. 1993, 1281 • ΑΠ 1268/1993, ΝοΒ 1994, 249 • ΟλΑΠ 32/1994, ΝοΒ 1995, 77 • ΑΠ 477/1995, Υπέρ. 1995, 953 - ΑΠ 1028/1996, Υπέρ. 1996, 1296].
Εφόσον δεν τηρηθεί η τελευταία διάταξη (155 ΚΠΔ) υπάρχει, σύμφωνα με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 154§2 ΚΠΔ, ακυρότητα της επιδόσεως. Εξάλλου, η μη τήρηση των προθεσμιών της παρ. 1 του άρθρου 166 ΚΠΔ συνεπάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (βλ. Πλημ θεσ 2170/1961, ΠοινΧρον ΙΑ (1961), 492). Η κατά το άρθρο 166§3 ΚΠΔ ακυρότητα και η ακυρότητα της επιδόσεως της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος που προκαλείται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 154§2 ΚΠΔ είναι σχετικές και δεν καλύπτονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 174§2 ΚΠΔ, εφόσον δεν εμφανίσθηκε στη δίκη ο κλητευθείς. Άλλως ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 περ. Β’ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως (βλ. Α. Μπουρόπουλου, Ερμηνεία της Ποινικής Δικονομίας, τόμ. Α’, 19572, 247 • Γ. Αρβανίτη-Γρ. Καλφέλη-Λ. Καράμπελα-Λ. Μαργαρίτη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, τόμ. Α’, 2001, σελ. 471 • Αδ. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, 2002, σελ. 209-210 και 215-216 ΑΠ 181/1985, ΠοινΧρον ΛΕ’(1985), 688 • ΑΠ 604/1998, Υπέρ. 1998,56).

1678/2007 ΤρΣτρ