ΑΠ 435/2017 (ΠΟΙΝ) : Ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος. Απόρριψή της από το πρωτοβάθμιο. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα εφέσεως. Επαναφορά της ενστάσεως με ειδικό λόγο εφέσεως και προφορική ανάπτυξη και έγγραφη κατάθεση του ισχυρισμού, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Παράλειψη του Δικαστηρίου να απαντήσει στον ισχυρισμό, παρά την παραδεκτή προβολή του. Aρνητική υπέρβαση εξουσίας, λόγω μη απαντήσεως επί του ισχυρισμού της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, παραβιάζοντας το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως.

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΡΜ 2017/817)
Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Υπέρβαση εξουσίας. Ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος. Απόρριψή της από το πρωτοβάθμιο. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα εφέσεως. Επαναφορά της ενστάσεως με ειδικό λόγο εφέσεως και προφορική ανάπτυξη και έγγραφη κατάθεση του ισχυρισμού μέχρι την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης, ήτοι πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Παράλειψη του Δικαστηρίου να απαντήσει στον ισχυρισμό, παρά την παραδεκτή προβολή του. Καταδίκη για ανθρωποκτονία εξ αμελείας κατά συρροή. Πραγματικά περιστατικά. Θάνατος οδηγού και εργαζομένου κατά την εκτέλεση εργασιών στη ΝΕΟ Αθηνών – Θεσσαλονίκης. Ποινική ευθύνη α) νομίμου εκπροσώπου ΑΕ – υπεργολάβου εταιρείας και β) πολιτικού μηχανικού – προϊσταμένου του εργοταξιακού γραφείου της κατασκευαστικής κοινοπραξίας, λόγω μη τοποθέτησης των κατάλληλων μέσων σήμανσης (συνδυαστικές πινακίδες, φωτεινοί λαμπτήρες κ.λπ.). Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 1931/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, λόγω μη απαντήσεως επί του ισχυρισμού της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, παραβιάζοντας το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.
Παρατηρήσεις Α.Κ.Ζ. ΑΡΜ 2017, 819

Αριθμός 435/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα – Εισηγητή, Δημήτριο Τζιούβα και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Ν. Σ. του Λ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1931/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Δεκεμβρίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …2017.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1.1.- Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Η’ ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως αποτελεί και η υπέρβαση εξουσίας. Όπως γίνεται δεκτό η υπέρβαση εξουσίας διακρίνεται σε θετική και αρνητική. Αρνητική υπέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν ασκεί τη δικαιοδοσία του αν και συντρέχει νόμιμη περίπτωση, πράγμα το οποίο συμβαίνει και όταν δεν αποφαίνεται επί ενδίκου μέσου ή παραλείπει να αναφερθεί σε κάποιον από τους λόγους του ενδίκου μέσου που ασκήθηκε κατά αποφάσεως πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ήτοι σε εκκληθέντα μέρη της πρωτόδικης αποφάσεως, αφού στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παραβίαση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος του ενδίκου μέσου. Ειδικότερα: Η ειδική κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει ένσταση του κατηγορουμένου περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως και περί ακυρότητας της επιδόσεως της στον καλούμενο δι’ αυτών στο ακροατήριο κατηγορούμενο πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη η σχετική ένσταση, διαφορετικά ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία.

Εξάλλου κατά το άρθρο 170 παρ.1 ΚΠΔ η ακυρότητα μιας πράξεως ή ενός εγγράφου της ποινικής διαδικασίας επέρχεται μόνο όταν αυτό ορίζεται ρητά στο νόμο. Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Β’ του ιδίου Κώδικα ως λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως μπορεί να προβληθεί και η σχετική ακυρότητα που επήλθε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 170 παρ.1 ΚΠΔ) εφόσον δεν καλύφθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 του ως άνω Κώδικα. Επίσης από τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 339, 340 και 343 ΚΠΔ προκύπτει ότι η κυρία διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει είτε με την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως με τα οποία καλείται αυτός στο ακροατήριο, αδιαφόρως αν η υπόθεση αναβλήθηκε ή εκδικάσθηκε είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωση του στη συζήτηση της υποθέσεως. Αν η επίδοση της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος είναι άκυρη δεν αρχίζει η κυρία διαδικασία και δεν επέρχεται αναστολή της παραγραφής που για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κυρία διαδικασία και μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από τρία έτη (άρθρα 111 παρ.1 και 3, 112και113παρ.1-3ΠΚ).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 174 παρ. 2 ΚΠΔ, η ακυρότητα της κλήσεως στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου καθώς και η ακυρότητα της επιδόσεως ή της κοινοποιήσεως των στον κατηγορούμενο καλύπτεται αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδο της. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί στην πρωτοβάθμια δίκη και δικαστεί ερήμην, η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος ως διαδικαστικής πράξεως που κατ’ ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, δεν καλύπτεται η τυχόν ακυρότητα της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος ή αυτή που προκύπτει από την άκυρη επίδοσή των και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο εφέσεως κατά της εκκαλούμενης αποφάσεως οπότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ως εκ του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της παραδεκτώς ασκηθείσης εφέσεως, έχει υποχρέωση να αποφανθεί και επί του λόγου αυτού. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και όταν ο κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν παρών στην πρωτοβάθμια διαδικασία, προέβαλε αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης υποβάλλοντας ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος (: άρθρο 321 ΚΠΔ), την οποία απέρριψε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Εφόσον ο κατηγορούμενος προέβαλε με ειδικό λόγο εφέσεως την ανωτέρω ακυρότητα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ως εκ του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, έχει υποχρέωση να αποφανθεί επί του σχετικού λόγου της παραδεκτώς ασκηθείσας εφέσεως. Διαφορετικά, αν παραλείψει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του, καίτοι συντρέχει νόμιμη προς τούτο περίπτωση υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Επίσης, έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ.2 ΚΠΔ που ιδρύει λόγο αναιρέσεως για σχετική ακυρότητα κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β’ ΚΠΔ, συνιστά η περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή ο εισαγγελέας ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση.

Ειδικότερα δε, από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ’ αυτόν εγγράφου που περιέχει εκτός άλλων, ακριβή καθορισμό των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπιση του. Κατά τις διατάξεις όμως των άρθρων 170 παρ. 1, 173 παρ. 1 και 174 παρ. 2 του ΚΠΔ, οι οποίες δεν θίγουν τα από το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. α της Ε.Σ.Δ.Α. προστατευόμενα δικαιώματα του κατηγορουμένου, η ακυρότητα από τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών (320-321 Κ.Ποιν.Δ.), όπως είναι και εκείνη της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, είναι σχετική, ως αναγόμενη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κύριας διαδικασίας, γι’ αυτό και αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και δεν προβάλει κατά την έναρξη της πρωτοβαθμίου δίκης, αντιρρήσεις στην πρόοδο της, η σχετική ακυρότητα καλύπτεται και το κλητήριο θέσπισμα θεωρείται έγκυρο και από την επίδοση αυτού αρχίζει η κύρια διαδικασία και αναστέλλεται η παραγραφή. Έτσι, απώτατο χρονικό διαδικαστικό σημείο, που μπορεί ο κατηγορούμενος να προβάλει, την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος στην πρωτοβάθμια δίκη και τις αντιρρήσεις του στην πρόοδο της δίκης, για να μην καλυφθεί η υπάρχουσα σχετική ακυρότητα, είναι η έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης, δηλαδή η έναρξη της πρωτοβαθμίου δίκης, η οποία έναρξη συμπίπτει με την απαγγελία της κατηγορίας και όχι οπωσδήποτε με την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, που γίνεται με την έναρξη εξετάσεως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου οιουδήποτε αποδεικτικού μέσου. Μετά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, δηλαδή την έναρξη της εκδικάσεως της υποθέσεως, που συντελείται με την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων και την απαγγελία της κατηγορίας από τον εισαγγελέα, δεν μπορεί να προταθεί παραδεκτά από τον κατηγορούμενο τέτοια ακυρότητα αργότερα, ούτε και μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, δηλαδή μέχρι την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να προταθεί παραδεκτά τέτοια ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Τούτο συνάγεται και από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 126 του Κ.Ποιν.Δ., στις οποίες, σε αντίθεση με την ειδική διαφορετική διατύπωση του ανωτέρω άρθρου 174 παρ. 2, προβλέπεται ρητά ότι η δήλωση πολιτικής αγωγής και η ένσταση της κατά τόπο αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, μπορεί να προβληθούν μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, μόνον εάν δεν εμφανισθεί ο κατηγορούμενος στην πρωτοβάθμια δίκη και δικαστεί ερήμην ή σε περίπτωση εμφανίσεως του, μόνον αν προβληθεί εγκαίρως και παραδεκτώς απ’ αυτόν η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος κατά την έναρξη της εκδικάσεως της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πάντως πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν καλύπτεται η σχετική ακυρότητα και σε περίπτωση που απορριφθεί η σχετικός ισχυρισμός περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο μπορεί να προβληθεί από τον κατηγορούμενο ο ισχυρισμός αυτός και με λόγο εφέσεως, οπότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ένεκα του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, που προσδιορίζεται από την έκταση αυτής και τους λόγους εφέσεως, (αρθρ. 502 παρ.2 Κ.Ποιν.Δ.), έχει υποχρέωση να αποφανθεί και επί του λόγου αυτού (Α.Π. 411/2015, AΠ 959/2015, ΑΠ 137/2015).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι προέβαλε νομίμως και εμπροθέσμως ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης δια των συνηγόρων του κατά τη δικάσιμο της 11ης Μαρτίου 2015, αντιρρήσεις για την πρόοδο της δίκης και δη προέβαλε ένσταση ακυρότητας του επιδοθέντος σ’ αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος, με λόγο ότι τούτο δεν περιέχει τα κατά νόμο στοιχεία και επομένως είναι άκυρο. Το πρωτοβάθμιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κατερίνης με την παρεμπίπτουσα απόφασή του με αριθμό 316/2015 που περιελήφθηκε στα πρακτικά της άνω ταυταρίθμου αποφάσεως τον απέρριψε την παραπάνω ένσταση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, αφού δέχθηκε ότι ασκήθηκε νομοτύπως. Εναντίον της ανωτέρω καταδικαστικής αποφάσεως ο αναιρεσείων άσκησε την με αριθμό …17-3-2015 εφεσή του στην οποία μεταξύ των άλλων λόγων περιέλαβε και τον λόγον απορρίψεως του υποβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος. Επίσης ενώπιον του δευτεροβαθμίου Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης επανέφερε ρητά προς κρίση και τον παραπάνω ειδικό λόγο εφέσεως, αναπτύσσοντας προφορικά και καταθέτοντας εγγράφως, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, την ανωτέρω ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης αρχικά επιφυλάχθηκε να αποφανθεί επί του ανωτέρω ειδικού λόγου εφέσεως, όπως επίσης επιφυλάχθηκε να προτείνει και ο εισαγγελέας της έδρας, πλην όμως στη συνέχεια παρέλειψε παντάπασιν να απαντήσει επ’ αυτού του λόγου και προχώρησε στην κατ’ ουσίαν εκδίκαση της υποθέσεως και κήρυξε κατά πλειοψηφία ένοχο τον αναιρεσείοντα για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή. Έτσι όμως το δικάσαν δικαστήριο με το να μη αποφανθεί επί του λόγου εφέσεως παραβίασε το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως και υπέπεσε σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας, κατά παραδοχή του εκ του άρθρου 510 παρ.1 περιπτ. Η ΚΠΔ πρώτου λόγου αναιρέσεως. Ένεκα τούτου πρέπει ν’ αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τον αναιρεσείοντα, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως.

Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ.1 εδ.β’ , 370 εδ.β’ και 511 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση αυτής, υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ’ αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός και βάσιμος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενος στο άρθρο 510 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 7/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης (Πλημ/των) κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατά πλειοψηφία για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, ήτοι σε έγκλημα διωκόμενο σε βαθμό πλημμελήματος, πράξη η οποία, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, φέρεται ότι τελέσθηκε στις 27-2-2009 και επομένως έως το χρόνο διασκέψεως (8-3-2017) της παρούσας, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας. Επομένως, αφού η ένδικη αίτηση περιέχει, ως προς το εν λόγω ζήτημα παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, ο οποίος μάλιστα κρίθηκε και βάσιμος, πρέπει να γίνει δεκτή και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, για την ως άνω πράξη, λόγω παραγραφής, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την με αριθμό 1931/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Θεσσαλονίκης.

Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου Ν. Σ. του Λ. και της Κ., για την παρακάτω πράξη και ειδικότερα για το ότι: “Στη χ/θ … της Ν.Ε.Ο. Αθηνών – Θεσσαλονίκης (ρεύμα πορείας προς Αθήνα), την 27-2-2009 και περί ώρα 13:10″, άπαντες οι κατηγορούμενοι (Σ. Ν., Τ. Α. και Σ. Γ.) από συντρέχουσα αμέλεια τους, δηλ. από έλλειψη της προσοχής που όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη τους και επέφεραν τον θάνατο άλλων. Συγκεκριμένα, η εδρεύουσα στο … εταιρία με την επωνυμία “… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ – ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ” και τον διακριτικό τίτλο “… Α.Ε.” είναι μέλος της κατασκευαστικής κοινοπραξίας με την επωνυμία “ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ …”, που έχει αναλάβει την εκτέλεση των εργασιών του έργου “ΜΕΛΕΤΗ – ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ – ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ – ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ – ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ – ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΜΗΜΑ … ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΙΣΟΠΕΔΟ …” δυνάμει σχετικής σύμβασης που υπέγραψε με την εταιρία “ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΟΣ … Α.Ε.”, (παραχωρησιούχο του συγκεκριμένου έργου δυνάμει της από 28-6-2007 σύμβασης που υπεγράφη με το Ελληνικό Δημόσιο και κυρώθηκε με το Ν. 3605/2007). Η ως άνω εταιρία “… Α.Ε.” δυνάμει συμφωνίας με τα υπόλοιπα μέλη της κοινοπραξίας ανέλαβε, μεταξύ άλλων, και την εκτέλεση των εργασιών συντήρησης της εθνικής οδού από το …, ο δε 1ος κατηγορούμενος (Σ. Ν.), πολιτικός μηχανικός και υπάλληλος της ως άνω εταιρίας, ορίστηκε από αυτήν δυνάμει του υπ’ αριθ. …/30-1-
2008 πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………………. ως Προϊστάμενος του εργοταξιακού γραφείου …, που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση του συγκεκριμένου έργου.

Ακολούθως η εταιρία “… Α.Ε.” δυνάμει του από 03-02-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού ανέθεσε υπεργολαβικά στην εδρεύουσα στην … εταιρία με την επωνυμία “… Α.Ε.”, νόμιμος εκπρόσωπος (Πρόεδρος του Δ.Σ. και Διευθύνων Σύμβουλος) της οποίας τυγχάνει ο 2ος κατηγορούμενος (Τ. Α.), να εκτελέσει τον έλεγχο λειτουργικότητας, την επιδιόρθωση και την αποκατάσταση ή αντικατάσταση Η/Μ εγκαταστάσεων (ιστών φωτισμού – πίλλαρ – λαμπτήρων κλπ) στο τμήμα της Εθνικής Οδού από …. Στα πλαίσια εκτέλεσης της προαναφερθείσας σύμβασης υπεργολαβίας ο 2ος κατηγορούμενος (Τ. Α.) την 27-2-2009 και περί ώρα 13:10″ στάθμευσε στη χ/θ … της Ν.Ε.Ο. Αθηνών – Θεσσαλονίκης (ρεύμα πορείας προς Αθήνα), εν μέρει στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και εν μέρει στη Λωρίδα Έκτακτης Ανάγκης (Λ.Ε.Α.), το υπ’ αριθμ. … Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο φέρον γερανό αυτοφορτώσεως επί του οποίου υπήρχε καλάθι ιδιοκατασκευής και εντός αυτού βρισκόταν ο εργαζόμενος Α. Τ. του Γ., ανέπτυξε δε αυτό σε ύψος περίπου εννέα (9) μέτρων προκειμένου ο ανωτέρω εργαζόμενος να αλλάξει τους λαμπτήρες σε συγκεκριμένη μεταλλική κολώνα φωτισμού.

Όπισθεν του ανωτέρω οχήματος και σε απόσταση περίπου 60 μέτρων στάθμευσε, εν μέρει στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και εν μέρει στη λωρίδα Έκτακτης Ανάγκης (Λ.Ε.Α.), το υπ’ αριθ. … Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο της εταιρίας “… Α.Ε.” με οδηγό τον εργαζόμενο της Σ. Κ. του Α., έλκον τρέιλερ επί του οποίου υπήρχε πινακίδα σημάνσεως τύπου Α-1 που αποτελούνταν από μία πινακίδα αλουμινίου διαστάσεων 2μ.Χ2μ.με περιμετρική ζέβρα χρώματος κόκκινου και άσπρου, στο κέντρο της οποίας υπήρχε ρυθμιστική πινακίδα … (υποχρεωτική διέλευση μόνο από την αριστερή πλευρά της νησίδας ή του εμποδίου) και πάνω από αυτήν υπήρχε πρόσθετη αναδιπλούμενη πινακίδα αλουμινίου διαστάσεων 1,5μΧ2μ. με περιμετρική ζέβρα χρώματος κόκκινου και άσπρου και φωτεινούς αναλάμποντες λαμπτήρες σε σχήμα βέλους. Πλην όμως, οι 1ος και 2ος των κατηγορουμένων (Σ. Ν. και Τ. Α.), αν και κατά νόμο υπεύθυνοι (άρθρο 9 παρ.1 και 3 Ν.2696/1999) για την τοποθέτηση των κατάλληλων μέσων σήμανσης των συγκεκριμένων εργασιών που εκτελούνταν στην οδό και είχαν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας της Ν.Ε.Ο. Αθηνών – Θεσσαλονίκης (ρεύμα πορείας προς Αθήνα), δεν μερίμνησαν για την τοποθέτηση συνδυαστικών πινακίδων σήμανσης σε δύο σημεία και σε απόσταση τουλάχιστον 600 μέτρων και 300 μέτρων πριν από το υπ’ αριθ. … Ι.Χ.Φ, αυτοκίνητο έλκον τρέιλερ με πινακίδα σημάνσεως τύπου Α-1, αποτελούμενες η καθεμιά από πληροφοριακή πινακίδα Π-70 (περιορισμός αριθμού κυκλοφοριακών λωρίδων από τρεις σε δύο), ρυθμιστική πινακίδα Ρ-32 (η μεγίστη ταχύτητα περιορίζεται στα 100 χλμ/ώρα) και φωτεινούς αναλάμποντες λαμπτήρες σε κίτρινο φόντο (βλ. απόφαση ΥΠΕΧΩΔΕ υπ’ αριθ. …2003, Σχέδιο 1.2.1. για εργοτάξια μικρής διάρκειας σε αυτοκινητοδρόμους), ώστε να παρέχεται έγκαιρη και σταδιακή ενημέρωση των κινουμένων στην οδό και προειδοποίηση τους για τη μορφή και το είδος του εμποδίου και τη ρύθμιση της κίνησης τους, η δε διέλευση τους από την περιοχή εκτελέσεως του έργου να πραγματοποιείται με ασφάλεια, ο δε 3ος κατηγορούμενος (Σ. Γ.) οδηγούσε χωρίς σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του το με στοιχεία κυκλοφορίας. … Δ.Χ.Φ. – ρυμουλκό με ρυμουλκούμενο επί της Ν.Ε.Ο. Αθηνών – Θεσσαλονίκης (με κατεύθυνση προς Αθήνα), χωρίς να έχει ρυθμίσει την ταχύτητα του οχήματος του λαμβάνοντας υπόψη του τις επικρατούσες συνθήκες κυκλοφορίας, ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματος του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο που μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού, αλλά αντίθετα κινούμενος ανεπιτρέπτως εν μέρει στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και εν μέρει στη Λωρίδα Έκτακτης Ανάγκης (Λ.Ε.Α.) με την υπερβολική ταχύτητα των 108 χλμ/ώρα), με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί έγκαιρα το προπορευόμενο αυτού και ευρισκόμενο με ίδια κατεύθυνση σε διακοπή πορείας υπ’ αριθ. …1.Χ.Φ. αυτοκίνητο με οδηγό τον Σ. Κ., να μην προλάβει να τροχοπεδήσει ή να κάνει οποιοδήποτε ελιγμό και τελικά να προσκρούσει με το εμπρόσθιο τμήμα του οχήματος του στο οπίσθιο τμήμα του ως σταθμευμένου οχήματος και παρασύροντας το να προσκρούσει στο επίσης ακινητοποιημένο υπ’ αριθ. …. καλαθοφόρο όχημα, το δε υπερυψωμένο καλάθι αποκολλήθηκε από το βραχίονα του γερανού και εκτινάχθηκε σε μεγάλη απόσταση ενώ ο εντός αυτού εργαζόμενος Α. Τ. κατέπεσε στο οδόστρωμα από ύψος περίπου εννέα (9) μέτρων. Από τη σύγκρουση αυτή, η οποία οφείλεται σε συντρέχουσα αμέλεια των τριών ως άνω κατηγορουμένων, τραυματίστηκαν θανάσιμα οι Σ. Κ. του Α. (οδηγός του υπ’ αριθ. … Ι.Χ.Φ.) και ο Α. Τ. του Γ. (εργαζόμενος στο υπερυψωμένο καλάθι), οι οποίοι υπέστησαν βαρειά κρανιοεγκεφαλική κάκωση και κακώσεις σπονδυλικής στήλης, που αιτιακά οδήγησαν στο θάνατό τους”.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου 2017.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Μαρτίου 2017.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Σ.

nomos.gr