Ανάκληση αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων κατ’ άρθρο 696 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

Άρθρο 696 : Ανάκληση ή μεταρρύθμιση

1. Αν κάποιος δεν έλαβε μέρος ή δεν κλήθηκε κατά τη συζήτηση αίτησης στην οποία εκδόθηκε απόφαση που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα ή μεταρρύθμισε ή ανακάλεσε απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και έχει έννομο συμφέρον, δικαιούται να ζητήσει την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση της απόφασης από το δικαστήριο που την εξέδωσε.

2. (Καταργήθηκε με τον Ν. 4335/15).

3. Το δικαστήριο που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα, έως την συζήτηση της αγωγής που αφορά την κύρια υπόθεση, έχει δικαίωμα, με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει ολικά ή εν μέρει την απόφασή του εφόσον επήλθε μεταβολή των πραγμάτων που δικαιολογεί την ανάκληση ή τη μεταρρύθμισή της.

Σύμφωνα με το άρθρο 695 ΚΠολΔ «Η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων ισχύει προσωρινά και δεν επηρεάζει την κυρία υπόθεση». Η κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων εκδιδόμενη απόφαση παράγει προσωρινό δεδικασμένο υπό την έννοια όμως της δέσμευσης του δικαστηρίου που καλείται να δικάσει για το ασφαλιστέο δικαίωμα χωρίς την επίκληση συνδρομής νέων περιστατικών, άλλη ομοίου περιεχομένου αίτηση λήψης του ίδιου ασφαλιστικού μέτρου μεταξύ των ίδιων διαδίκων. Το δεδικασμένο αυτό που είναι χρονικώς οριοθετημένο ισχύει μέχρι την ικανοποίηση του ασφαλιζόμενου δικαιώματος ή μέχρι την τελεσίδικη διάγνωση για την ανυπαρξία του. Η απόφαση που απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικού μέτρου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ανακληθεί και έτσι δημιουργεί οριστικό δεδικασμένο. Με αυτό δεν προκαλείται δεσμευτική διάγνωση της κρίσιμης έννομης συνέπειας αφού αντικείμενο της σχετικής δίκης δεν είναι η κρίση για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της έννομης συνέπειας αλλά η εξασφάλισή της, προκαλείται όμως εκδήλωση της αρνητικής μορφής του δεδικασμένου με την απαγόρευση της επανάληψης εκδίκασης της ίδιας διαφοράς ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους. (Βλ σχετικά ΒΑΘΡΑΚΟΚΟΙΛΗ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ-ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ τόμος Δ΄άρθρο 695 σελ. 115-119).
Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 696 παρ. 3 «Το δικαστήριο που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα, έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής που αφορά την κυρία υπόθεση έχει δικαίωμα με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, να μεταρρυθμίσει ή ανακαλέσει ολικά ή εν μέρει την απόφαση του εφόσον επήλθε μεταβολή των πραγμάτων που δικαιολογεί την ανάκληση ή την μεταρρύθμισή της». Κατά την παρ. 3 κατά τις σ’ αυτήν οριζόμενες διακρίσεις το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων ή το δικαστήριο που δικάζει την κυρία υπόθεση δύναται μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον να ανακαλέσει την απόφαση αυτή εφόσον επήλθε μεταβολή των πραγμάτων που δικαιολογούν την ανάκληση ή την μεταρρύθμισή της. Το δικαίωμα αυτό παρέχεται στον διάδικο που έχει κλητευθεί νομίμως ανεξάρτητα αν παρέστη ή απουσίαζε στην συζήτηση των ασφαλιστικών μέτρων, καθώς και στον διάδικο υπέρ του οποίου τα ασφ. μέτρα. Μεταβολή των πραγμάτων που μπορεί να δικαιολογήσει την ανάκληση της απόφασης είναι αυτή που αφορά κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επίδραση στην υπόθεση που κρίθηκε και τα οποία πρέπει να τελούν σε ουσιώδη σύνδεσμο με το περιεχόμενο του ασφαλιστέου δικαιώματος και σε λογική συνάρτηση προς τα γεγονότα στα οποία στηρίχθηκε η προηγούμενη απόφαση. Μπορεί η μεταβολή να ανάγεται είτε στη ασφαλιζόμενη απαίτηση είτε σε ειδική προϋπόθεση των ασφ. μέτρων είτε σε δικονομική προϋπόθεση. Ως νέα στοιχεία νοούνται όχι μόνον τα πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα μετά την συζήτηση της αίτησης, αλλά και εκείνα που προϋπήρχαν και αποκαλύφθηκαν μετά την συζήτηση της υπόθεσης και γενικά όλα όσα δεν τέθηκαν υπό την κρίση του δικαστηρίου από ανυπαίτια συμπεριφορά του διαδίκου και τα οποία εάν είχαν τεθεί υπ΄όψιν θα ενεφάνιζαν διάφορη πραγματική κατάσταση και θα απέληγαν σε διαφορετική κρίση (ΑΠ 1022/77 Αρχ Ν 29,296, ΕΑ 4862/1985 Δ/νη 26/1181, ΠΠΑ 12017/91 Αρχ Ν 42, 696 κα). Τα νέα αυτά γεγονότα πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της ανακλητικής αίτησης και όχι να γίνεται επίκληση αυτών για πρώτη φορά κατά την συζήτηση της αίτησης ασφ.μέτρων ή με το σημείωμα.
Αντικείμενο της δίκης είναι η δικονομική αξίωση του αιτούντος για την ανάκληση της απόφασης που διέταξε τα ασφαλιστικά μέτρα λόγω αμφισβήτησης όχι της νομιμότητας της, αλλά της νομιμότητας εξακολούθησης της ισχύος της. Συνεπώς διώκεται η εξαφάνιση της απόφασης όχι γιατί ήταν εσφαλμένη από την έκδοσή της κατά νόμο ή κατ΄ ουσία, αλλά γιατί έπαυσε η νομιμότητα εξακολούθησης της ισχύος της. Δεν συνιστά μεταβολή πραγματικών συνθηκών η επίκληση και προσκόμιση νέων αποδεικτικών μέσων κατά την συζήτηση της αίτησης (ΜΠΑ 10165/78 Δνη 20,477) εφόσον αυτά αναφέρονται σε προϋπάρξαντα της ενώπιον αυτού εκδίκασης της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων πραγματικά περιστατικά εκτός εάν πρόκειται για αποδεικτικά μέσα την ύπαρξη των οποίων έλαβε γνώση ο αιτών μετά την συζήτηση της υπόθεση ή πρόκειται για αποδεικτικά στοιχεία τα οποία ανάγονται στο κύρος και την αποδεικτική αξία των στοιχείων στα οποία στήριζε τη κρίση τους το δικαστήριο για την έκδοση της ανακλητέας απόφασης. Τα τυχόν νομικά σφάλματα για την ερμηνεία ή εφαρμογή των νόμων δεν θεωρούνται ως νέα στοιχεία γιατί στην περίπτωση αυτή η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης θα επείχε θέση του ενδίκου μέσου της έφεσης, πράγμα που απαγορεύεται από τον ΚΠολΔ. Ομοίως δεν συνιστούν νέα στοιχεία η κακή ή εσφαλμένη εκτίμηση από το δικάσαν δικαστήριο των αποδείξεων που τέθηκαν στην κρίση του. Η αντίθετη παραδοχή θα προσέκρουε στην δεσμευτικότητα της απόφασης (προσωρινό δεδικασμένο), η οποία απορρέει από την ΚπολΔ 695 και την αρχή του απροσβλήτου αυτής με ένδικο μέσο (ΕΑ 8561/1985 Δ17,378, ΜΠΑ 11068/89 Δνη 31,405, ΜΠΑ 10165/78, Δ/νη 20, 477). Περαιτέρω από την διατύπωση της διάταξη αυτής προκύπτει ότι σε ανάκληση ή μεταρρύθμιση υπόκειται μόνον η απόφαση που διέταξε ασφαλιστικό μέτρο και όχι εκείνη που είναι απορριπτική ασφ. μέτρου (ΑΠ 455/1971 ΝοΒ19/1244, ΕΑ 4862/85 Δ.νη 26/1181, ΜΠΑ 7395/1989 Δ 21/61, ΜΠΠειρ 2756/89 Δ 21/421 κα Βλ σχετικά ΒΑΘΡΑΚΟΚΟΙΛΗ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ-ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ τόμος Δ΄άρθρο 696 σελ. 122 επ.).

Α.
Γενικές παρατηρήσεις

Η μεγάλη σημασία την οποία έχουν αποκτήσει στις μέρες μας τα ασφαλιστικά μέτρα, ως δικαιοδοτικός θεσμός, είναι αναμφισβήτητη και δεν χρειάζεται να τονιστεί ιδιαίτερα. Είναι γνωστό ότι τα πρωτοβάθμια δικαστήρια κατακλύζονται καθημερινά από αιτήσεις ασφαλιστι­κών μέτρων. Η βραδύτητα απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης στην τακτική δίκη και συ­χνά η προσδοκία των διαδίκων για οριστικό τερματισμό της διαφοράς με την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων έχει ήδη καταστήσει το ρόλο των μέτρων αυτών υπερτροφικό. Η ταχύ­τητα, η οποία χαρακτηρίζει κατεξοχήν τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αποτελεί το μεγάλο πλεονέκτημά τους. Το πλεονέκτημα αυτό, ελκύει σε τέτοιο βαθμό του ενδιαφερομέ­νους, ώστε πλέον έχει γίνει σχεδόν κανόνας να προηγείται της τακτικής δίκης, στην συντρι­πτική πλειοψηφία των αστικών και εμπορικών διαφορών, η προσφυγή στα ασφαλιστικά μέ­τρα. Η προσφυγή αυτή εξηγείται εύλογα, αν λάβουμε υπόψη ότι ταχύτητα κατεξοχήν απαι­τούν οι ρυθμοί των σύγχρονων συναλλαγών που εξελίσσονται ραγδαίως και εξυπηρετούνται αποτελεσματικά μόνο με τη γρήγορη εκκαθάριση των διαφορών που γεννιούνται καθημερινά.

Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει ότι η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων έχει και τις αρνητικές πλευρές της, οι οποίες, ας σημειωθεί, δεν είναι ευκαταφρόνητες. Αρκεί να αναφέ­ρουμε ότι για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων απαιτείται απλώς πιθανολόγηση, ότι εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση στερείται ορισμένες φορές του δικαιώματος ακρόασης, ότι παρά το ανεπίτρεπτο καταρχήν της ικανοποίησης του δικαιώματος με τα ασφαλιστικά μέτρα, αυτά αρκετές φορές υπερβαίνουν στην πράξη το σκοπό τους (η προσωρινή δικα­στική προστασία δεν πρέπει να επηρεάζει την οριστική κρίση κατά την τακτική δίκη) και οδηγούν σε αμετάκλητες καταστάσεις με αποτέλεσμα να υφίσταται ο κίνδυνος από την πα­ραδοχή μιας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων να ματαιωθεί ο σκοπός της τακτικής δίκης για οριστική εκκαθάριση της διαφοράς με δύναμη δεδικασμένου.

Τις αδυναμίες αυτές της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων διείδε πολύ νωρίς ο ΄Ελληνας νομοθέτης, ο οποίος παράλληλα με την καθιέρωση ενός ομολογουμένως επιτυχούς και ευέλικτου συστήματος ασφαλιστικών μέτρων, προέβλεψε και θέσπισε, θα έλεγα, με πλη­ρότητα, ορισμένους κανόνες αμυντικής προστασίας του ηττηθέντος διαδίκου από την προ­σωρινή δικαστική κρίση. Το σύστημα αυτό αμυντικής προστασίας στηρίζεται καταρχήν σε ειδικούς κανόνες, προσαρμοσμένους στην προσωρινή δικαστική προστασία (ανάκληση ή μεταρρύθμιση αποφάσεων) και κατ’ εξαίρεση στους γενικώς ισχύοντες κανόνες των ένδικων μέσων και ιδίως της έφεσης κατά των αποφάσεων της τακτικής δίκης (έφεση κατ’ αποφά­σεων ασφαλιστικών μέτρων νομής ή κατοχής).

Β.
Μορφές ανάκλησης ή μεταρρύθμισης
και κοινά χαρακτηριστικά τους

Οι διατάξεις που ρυθμίζουν την ανάκληση και τη μεταρρύθμιση των αποφάσεων των ασφαλιστικών μέτρων είναι εκείνες των άρθρων 696-698 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η ρύθμιση των άρθρων αυτών είναι αυτόνομη, δηλαδή ανεξάρτητη από εκείνη των ένδικων μέσων, και πρέπει να ειδωθεί σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 695 (προσωρινή ισχύς της απόφασης) και 699 (αποκλεισμός ένδικων μέσων).

Οι μορφές υπό τις οποίες, σύμφωνα με τις προδιαγραφές των άρθρων 696-698 ΚΠολΔ μπορεί να τεθεί σε λειτουργία το σύστημα ανάκλησης ή μεταρρύθμισης των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων, είναι οι ακόλουθες:

α. Αίτηση ανάκλησης (ή μεταρρύθμισης) από τρίτο (άρθρο 696 § 1).

β. Αίτηση ανάκλησης (ή μεταρρύθμισης) από διάδικο που δεν κλητεύθηκε και δεν παρέ­στη στη δίκη (άρθρο 696 § 1).

γ. Αίτηση ανάκλησης (ή μεταρρύθμισης) λόγω μεταβολής πραγμάτων (άρθρο 696 § 3).

δ. Ανάκληση (ή μεταρρύθμιση) από το δικαστήριο της κύριας δίκης (άρθρο 697).

ε. Υποχρεωτική ανάκληση (άρθρο 698).

΄Ολες οι μορφές ανάκλησης των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων εμφανίζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία αξίζει να αναφέρουμε:

α. Η ανάκληση προϋποθέτει απόφαση που διέταξε ασφαλιστικά. Στο σύστημα του Κώ­δικα Πολιτικής Δικονομίας δεν επιτρέπεται ανάκληση απορριπτικών αποφάσεων.

β. Μπορεί να επιδιωχθεί με την υποβολή της αίτησης ανάκλησης η αναστολή εκτέλεσης του διαταχθέντος ασφαλιστικού μέτρου με προσωρινή διαταγή.

γ. Η ανακλητική απόφαση, η οποία είναι διαπλαστικής φύσεως, συνεπάγεται την άρση του ασφαλιστικού μέτρου. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ανάκληση δεν αφορά τη νομιμότητα του ασφαλιστικού μέτρου, αλλά τη νομιμότητα της διατήρησής του.

δ. Ανάκληση ανακλητικής απόφασης καταρχήν δεν επιτρέπεται. Πρέπει όμως να αναφερ­θεί ότι κατ’ εξαίρεση στην περίπτωση του άρθρου 696 § 1 επιτρέπεται η ανάκληση και της ανακλητικής απόφασης. Εξάλλου είναι δυνατή ανάκληση ή νέα μεταρρύθμιση μεταρρυθμι­στικής απόφασης.

Γ.
Αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης
από τρίτο (άρθρο 696 § 1)

Η αίτηση αυτή πρέπει να συνδυαστεί κυρίως με το άρθρο 692 § 5, σύμφωνα με το οποίο τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να προσβάλλουν δικαιώματα τρίτων. Ο τρίτος λοιπόν ο οποίος υφίσταται προσβολή από μια απόφαση που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα βρίσκει επαρκή προστασία με την παρεχόμενη σ’ αυτόν από το άρθρο 696 § 1 αίτηση ανάκλησης.

Η εν λόγω αίτηση ανάκλησης αποτελεί ειδική μορφή τριτανακοπής, στην οποία εφαρμόζο­νται συμπληρωματικά οι διατάξεις των άρθρων 586-590 ΚΠολΔ.

α. Την αίτηση αυτή νομιμοποιείται ενεργητικώς να υποβάλλει μόνο τρίτος, ο οποίος λόγω ακριβώς της ιδιότητάς του αυτής δεν κλήθηκε και δεν έλαβε μέρος στη δίκη των ασφαλιστι­κών μέτρων.

Γεννιέται το ερώτημα, αν μπορούν να χαρακτηριστούν ως τρίτοι τα νομικώς ταυτιζόμενα με τους διαδίκους της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων πρόσωπα, όπως π.χ. είναι οι ειδικοί διάδοχοι των διαδίκων, τα μέλη διαδίκου ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας ή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι και επί των προσώπων αυτών, όπως δέχε­ται και η κρατούσα γνώμη, εφαρμόζονται στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων αναλογι­κώς οι διατάξεις περί των υποκειμενικών ορίων του ουσιαστικού δεδικασμένου των άρθρων 325-329 ΚΠολΔ (Βλ. Κονδύλη, το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, σελ. 393, Γ. Νικολόπουλο, Η ανάκληση των αποφάσεων των ασφαλιστικών μέτρων και τις εκεί παραπομπές, σελ. 82, Π. Γέσιου-Φαλτσή Αρμ. 1988,123 επ.). ΄Αρα τα πρόσωπα αυτά δεσμεύονται από το προσωρινό δεδικασμένο και δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «τρίτοι» και συνακόλουθα δεν νομιμο­ποιούνται, να ασκήσουν την προαναφερόμενη αίτηση ανάκλησης. Παρέχεται όμως επαρκής προστασία σ’ αυτά μέσω του άρθρου 586 § 2 ΚΠολΔ, το οποίο, όπως προείπαμε, εφαρμό­ζεται και για τις αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων. ΄Ετσι π.χ. ο ειδικός διάδικος ενός από τους διαδίκους σε δίκη ασφαλιστικών μπορεί να ζητήσει την ανάκληση της απόφασης που εκδόθηκε, εάν επικαλεστεί δόλο ή συμπαιγνία των διαδίκων.

β. Η αίτηση, εφόσον, όπως προειπώθηκε, αποτελεί ειδική μορφή τριτανακοπής, πρέπει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 588 § 1 ΚΠολΔ να στρέφεται εναντίον όλων των διαδίκων της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων. Αν αυτό δεν συμβεί, τότε απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

γ. Ο τρίτος που ασκεί την εν λόγω αίτηση ανάκλησης πρέπει να δικαιολογεί έννομο συμφέ­ρον. Αυτό συμβαίνει όταν η απόφαση που εκδόθηκε έχει αντανακλαστικές σε βάρος του συ­νέπειες και θίγει δικαίωμά του υπέρτερο ή, έστω , ισοδύναμο προς εκείνο που κρίθηκε άξιο προσωρινής δικαστικής προστασίας με την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων. Η επίκληση απλής βλάβης των συμφερόντων του τρίτου δεν αρκεί για να δικαιολογήσει έννομο συμφέρον αυτού. ΄Ετσι κρίθηκε ότι δεν δικαιολογεί επαρκώς έννομο συμφέρον ο τρίτος που ζητεί την ανάκληση του ασφαλιστικού μέτρου της δικαστικής μεσεγγύησης πλοίου, επικαλούμενος ότι από την ακινησία του πλοίου, λόγω της μεσεγγύησής του, χάνει, ως πράκτορας του πλοίου, την αμοιβή του (ΜΠ Πειρ. 1199/1992, αδημ.).

Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι η απόφαση που δέχεται την αίτηση ανάκλησης έχει ως αποτέλεσμα την υποχώρηση για το μέλλον της μέχρι τώρα παρεχόμενης προσωρινής δικα­στικής προστασίας, έτσι ώστε να μη θίγεται πλέον το προστατευτέο δικαίωμα του τρίτου.

Δ.
Αίτηση ανάκλησης από το διάδικο
που δεν κλητεύθηκε και δεν παρέστη στη δίκη (696 § 1)

Την αίτηση αυτή ασκεί ο διάδικος, ο οποίος δεν κλητεύθηκε καθόλου ή νομότυπα ή εμπρόθεσμα στη συζήτηση της αίτησης για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και δεν έλαβε μέ­ρος στη δίκη, με συνέπεια να στερηθεί το δικαίωμα ακρόασης. Με τον τρόπο αυτό παρέχεται η δυνατότητα στον εν λόγω διάδικο να ακουστεί πράγματι από το δικαστήριο. Ο διάδικος που κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως και δεν παρέστη στη δίκη δεν νομιμοποιείται να ασκήσει την αίτηση αυτή, αλλά, όπως θα πούμε παρακάτω, εκείνη του άρθρου 696 § 3 ΚΠολΔ.

Η εν λόγω αίτηση ανάκλησης ομοιάζει κατά τούτο με την αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδι­κίας, δεν αποτελεί όμως υποκατάστατο αυτής. Αυτό φαίνεται κατ’ εξοχήν από το γεγονός ότι δεν αρκεί για την ευδοκίμηση της αίτησης η επίκληση και πιθανολόγηση άκυρης ή μη εμπρόθεσμης κλήτευσης του διαδίκου, αλλά απαιτείται επιπλέον η επίκληση εκ μέρους αυ­τού και η πιθανολόγηση διαδικαστικών ή ουσιαστικών σφαλμάτων της απόφασης ή και με­ταβολής πραγμάτων. Η διαπίστωση δηλαδή της παράβασης της αρχής της εκατέρωθεν ακρόασης δεν συνεπάγεται από μόνη της την ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Ε.
Αίτηση ανάκλησης
λόγω μεταβολής πραγμάτων
(696 § 3 ΚΠολΔ)

Η πιο συνηθισμένη περίπτωση ανάκλησης είναι αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 696 § 3 του ΚΠολΔ. Η εν λόγω ανακλητική αίτηση υποβάλλεται από το διάδικο που κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως ή, αν και δεν κλητεύθηκε, συμμετέσχε στη δίκη. Η πιο πάνω διά­ταξη, μολονότι αναφέρεται «σε πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον», πρέπει να ερμηνευτεί συσταλτικά και να νοηθεί ότι περιλαμβάνει μόνο το διάδικο σε βάρος του οποίου διατάχθηκε το ασφαλιστικό μέτρο. Δεν περιλαμβάνονται δηλαδή οι τρίτοι, έστω και αν αυτοί δικαιολογούν έννομο συμφέρον με την έννοια που προεκτέθηκε (βλ. παραπάνω στοιχ. Γγ). Πράγματι οι τρίτοι δεν έχουν ανάγκη την προστασία τους άρθρου 696 § 3 ΚΠολΔ, αφού έχουν στα χέρια τους την ευρύτερη συγκριτικά προστασία του άρθρου 696 § 1, που δεν απαιτεί την επί­κληση μεταβολής πραγμάτων.

Τίθεται και εδώ το ερώτημα κατά πόσο το δικαίωμα του άρθρου 696 § 3 έχουν και τα «νομικώς ταυτιζόμενα» με τον ηττηθέντα διάδικο πρόσωπα (π.χ. ειδικοί διάδοχοι του διαδί­κου σε βάρος του οποίου διατάχθηκε το ασφαλιστικό μέτρο, εταίροι ομόρρυθμης εταιρία, η οποία υπήρξε διάδικος και ηττήθηκε στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων κλπ.).

Υποστηρίζεται ισχυρώς η άποψη και, νομίζω, ορθώς, ότι το δικαίωμα της ανακλητικής (ή μεταρρυθμιστικής) αίτησης του άρθρου 696 § 3 παρέχεται και στα πρόσωπα αυτά.

Στην προκειμένη περίπτωση μπορεί το εύρος προστασίας των εν λόγω προσώπων να είναι μεγαλύτερο (να βρίσκεται πέραν εκείνου) της τακτικής δίκης, δικαιολογείται όμως λόγω της ιδιαιτερότητας μέτρου και της διαφορετικότητας της προσωρινής δικαστικής προστασίας (βλ. εκτενέστερα Γ. Νικολόπουλο, Η ανάκληση των αποφάσεων των ασφαλιστικών μέτρων, σελ. 85-86).

Το δικαστήριο που διέταξε το ασφαλιστικό μέτρο έχει την αρμοδιότητα να ανακαλέσει ή να μεταρρυθμίσει τη σχετική απόφαση με βάση το άρθρο 696 § 3, έως τη συζήτηση της αγωγής που αφορά την κύρια υπόθεση. Από τη συζήτηση της αγωγής και όσο διαρκεί η εκκρεμοδι­κία αποκλειστικώς αρμόδιο είναι το δικαστήριο της κύριας δίκης (697 ΚΠολΔ).

Μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης από το δικαστήριο της κύριας δίκης και έως την τελεσιδικία αναβιώνει, κατά την άποψή μου, η αρμοδιότητα του δικαστηρίου που διέταξε τα ασφαλιστικά μέτρα, τα οποία και μπορεί να ανακαλέσει ή μεταρρυθμίσει σύμφωνα με το άρθρο 696 § 3.

Κατά το διάστημα από την έναρξη της εκκρεμοδικίας έως τη συζήτηση της αγωγής που αφορά την κύρια υπόθεση υπάρχει συντρέχουσα αρμοδιότητα του δικαστηρίου που διέταξε το ασφαλιστικό μέτρο (696 § 3) και του δικαστηρίου της κύριας δίκης (697).

Μπορεί να γεννηθεί το ερώτημα, τί θα γίνει στην ενδεχόμενη περίπτωση που εκδοθούν αντίθετες αποφάσεις επί αιτήσεων που ζητούν για τους ίδιους λόγους την ανάκληση της ίδιας απόφασης και υποβλήθηκαν παράλληλα στα δύο παραπάνω δικαστήρια που έχουν συντρέ­χουσα αρμοδιότητα. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν αποκλείεται να υπάρξει, αν διαλάθει της προσοχής του δεύτερου δικαστηρίου το προσωρινό δεδικασμένο που δημιούργησε η από­φαση που εκδόθηκε προγενέστερα από το άλλο δικαστήριο. Νομίζω ότι στην περίπτωση αυτή το προβάδισμα ανήκει, λόγω της φύσης και της λειτουργίας του άρθρου 697 ΚΠολΔ, στην απόφαση του δικαστηρίου της κύριας δίκης, η οποία και θα επικρατήσει, ανεξάρτητα αν προηγείται ή έπεται της απόφασης που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 696 § 3 ΚΠολΔ.

Για τη λειτουργία της ανακλητικής (ή μεταρρυθμιστικής) αίτησης του άρθρου 696 § 3 τί­θεται ένας βασικός περιορισμός. Απαιτείται, για να επέλθει το επιδιωκόμενο με αυτή αποτέ­λεσμα της ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της προσβαλλόμενης απόφασης, η επίκληση και πιθανολόγηση «μεταβολής των πραγμάτων». Αυτό, όπως προειπώθηκε, δεν συμβαίνει με την προβλεπόμενη από το άρθρο 696 § 1 ανακλητική αίτηση (είτε αυτή υποβάλλεται από τρίτο, είτε από διάδικο που δεν κλητεύθηκε και δεν παρέστη στη δίκη), η οποία δεν υποτάσσεται σε τέτοιους περιορισμούς.

α. Ως μεταβολή πραγμάτων νοείται η επέλευση μετά την έκδοση της απόφασης (ουσια­στικά μετά τη συζήτηση της υπόθεσης) πραγματικών γεγονότων, από τα οποία πιθανολογεί­ται είτε η ανυπαρξία του ασφαλιστέου δικαιώματος είτε η ανυπαρξία επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης. Τα περιστατικά αυτά ως οψιγενή, δεν ήταν δυνατό να τεθούν υπό την κρίση του δικαστηρίου, ώστε να οδηγήσουν στη μερική ή ολική απόρριψη της αίτησης για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Τέτοια είναι π.χ. η μετά τη συζήτηση της αίτησης των ασφαλιστικών μέτρων απόσβεση της ασφαλισμένης απαίτησης, λόγω παραγραφής, εξόφλη­σης κ.λ.π., η συναίνεση του δανειστή στην ανάκληση της απόφασης που διέταξε το ασφαλι­στικό μέτρο, η προσφορά από τον οφειλέτη άλλου ασφαλιστικού μέτρου που εξασφαλίζει την απαίτηση του δικαιούχου (π.χ. εγγυοδοσία), η έκλειψη του κινδύνου (απόκτηση από τον οφειλέτη νέων περιουσιακών στοιχείων, τα οποία τον καθιστούν φερέγγυο).

β. Μπορεί επίσης να θεωρηθούν, ως νέα στοιχεία, δηλαδή ως νέα γεγονότα, τα οποία συ­νιστούν «μεταβολή των πραγμάτων», εκείνα που προϋπήρχαν της υπό ανάκληση αποφά­σεως (της συζητήσεως της αιτήσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων), εφόσον αυτά ήσαν άγνωστα κατά το χρόνο εκείνο στον καθ’ ου η αίτηση ασφαλιστι­κών μέτρων (ήδη αιτούντα στη δίκη για την ανάκληση) και αποκαλύφθηκαν μεταγενεστέρως ή ήσαν μεν γνωστά, αλλά αυτός δεν είχε τη δυνατότητα προσαγωγής των υπαρχόντων προγε­νέστερων αποδεικτικών μέσων από δικαιολογημένη αιτία (π.χ. ανώτερη βία).

Η ένταξη στην έννοια της «μεταβολής πραγμάτων» και προγενέστερων στοιχείων είναι δι­καιολογημένη. Πράγματι δεν είναι ανεκτό ασφαλιστικό μέτρο, του οποίου οι προϋποθέσεις λήψεων δεν συνέτρεχαν εξυπαρχής, να εξακολουθεί να αναδίδει τα αποτελέσματά του σε βά­ρος εκείνου, ο οποίος δικαιολογημένα αγνοούσε την ανυπαρξία των εν λόγω προϋποθέσεων και μάχεται καλόπιστα για τη μη περαιτέρω διατήρηση του ασφαλιστικού μέτρου.

Πρέπει όμως να σημειωθεί εδώ ότι η επίκληση και προσκομιδή απλώς νέων αποδεικτικών μέσων για πραγματικά γεγονότα, που προϋπήρχαν και προβλήθηκαν στο δικαστήριο, δεν δικαιολογείται.

γ. Τίθεται το ερώτημα εάν εμπίπτει στην έννοια της μεταβολής πραγμάτων η μεταβολή της νομολογίας ή η αλλαγή του νομοθετικού καθεστώτος που επήλθε μετά την έκδοση της υπό ανάκληση απόφασης και έχει άμεση ισχύ. Στην πρώτη περίπτωση αρμόζει αρνητική απά­ντηση, γιατί διαφορετικά θα παραβιαζόταν η δεσμευτικότητα (προσωρινό δεδικασμένο) της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων που πηγάζει από το άρθρο 695 ΚΠολΔ και η αρχή του απροσβλήτου αυτής (απόφασης) με ένδικα μέσα (699 ΚΠολΔ). Στη δεύτερη όμως περί­πτωση πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αλλαγή του νομοθετικού καθεστώτος συνιστά «μεταβολή πραγμάτων» και δικαιολογεί την ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης με βάση το άρ­θρο 696 § 3, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι, κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης που ακολουθεί, το δικαστήριο της κύριας δίκης εφαρμόζει το μέχρι τότε σε ισχύ νομοθετικό κα­θεστώς, δηλαδή και τη νομοθετική αλλαγή που επήλθε έως τη συζήτηση της κύριας υπόθε­σης.

ΣΤ.
Αίτηση ανάκλησης ενώπιον του δικαστηρίου
της κύριας δίκης (697 ΚΠολΔ)

Η διάταξη του άρθρου 697 ΚΠολΔ περιέχει ρύθμιση κεφαλαιώδους σημασίας στο πλαίσιο της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Αυτή λειτουργεί ως υποκατάστατο των απαγορευ­μένων καταρχήν στα ασφαλιστικά μέτρα ένδικων μέσων, αλλά δεν αποτελεί σε καμία περί­πτωση ένδικο μέσο (ιδίως έφεση). Δεν είναι (κατά το μεγαλύτερο μέρος) ακριβές, όπως συ­νήθως λέγεται, ότι η ρύθμιση του άρθρου 697 στηρίζεται στη σκέψη ότι το δικαστήριο της κύριας δίκης έχει την πλήρη εποπτεία της όλης υπόθεσης. Η ρύθμιση αυτή αποτελεί συνει­δητή νομοθετική επιλογή να ανατίθεται ο έλεγχος της απόφασης που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα στο δικαστήριο της κύριας δίκης που κρίνει τη βασιμότητα του ασφαλιστέου ουσια­στικού δικαιώματος. Ο νομοθέτης θέλησε να υποβάλει την απόφαση των ασφαλιστικών μέ­τρων σε ένα έλεγχο ευρύ και ουσιαστικό, ο οποίος να λειτουργεί αυτοτελώς και ανεξάρτητα από τα ένδικα μέσα τα οποία καταρχήν απαγόρευσε, και να ασκείται ο έλεγχος αυτός, όχι από δικαστήριο ένδικων μέσων, αλλά από ένα άλλο δικαστήριο και, ως τέτοιο, θεώρησε κα­τάλληλο το δικαστήριο που κρίνει τη βασιμότητα του ασφαλιζόμενου ουσιαστικού δικαιώμα­τος.

Η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης του άρθρου 697 ΚΠολΔ υποβάλλεται στο αρμόδιο για την κύρια υπόθεση δικαστήριο. Το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να είναι πρωτοβάθμιο (πολυμελές ή μονομελές πρωτοδικείο, ειρηνοδικείο) ή δευτεροβάθμιο (εφετείο), όχι όμως και ο ΄Αρειος Πάγος, (η εκκρεμοδικία αναβιώνει μετά την αναίρεση της απόφασης). Εάν το δικα­στήριο είναι αναρμόδιο παραπέμπει την ανακλητική ή μεταρρυθμιστική αίτηση αυτοτελώς ή μαζί με την κύρια υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Εάν στερείται δικαιοδοσίας (π.χ. υπα­γωγή της κύριας διαφοράς σε διαιτησία, στη δικαιοδοσία αλλοδαπού δικαστηρίου) η αίτηση είναι απαράδεκτη, διότι για να λειτουργήσει το άρθρο 697 ΚΠολΔ, απαιτείται εκκρεμοδικία ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου.

Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της κύριας υπόθε­σης. Η ανάκληση ή μεταρρύθμιση της αποφάσεων των ασφαλιστικών μέτρων από το δικα­στήριο της κύριας δίκης δικαιολογείται μόνο όσο διαρκεί η εκκρεμοδικία της κύριας υπό­θεσης. ΄Ετσι κατά το μεσοδιάστημα από την έκδοση της οριστικής απόφασης έως την ανα­βίωση της εκκρεμοδικίας με την άσκηση ένδικου μέσου δεν υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 697. Στο μεσοδιάστημα αυτό, όπως προειπώθηκε, επιτρέπεται ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης, που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα, μόνο με βάση το άρθρο 696 § 3, το οποίο απαιτεί επίκληση μεταβολής των πραγμάτων.

Η εκκρεμοδικία στο αρμόδιο δικαστήριο πρέπει να αναφέρεται στην κύρια υπόθεση. Ως κύρια υπόθεση της διαγνωστικής δίκης νοείται εκείνη, της οποίας αντικείμενο είναι το ου­σιαστικό δικαίωμα, για την εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίου έχει διαταχθεί το ασφαλι­στικό μέτρο. Δεν εμπίπτει στην έννοια αυτή η απλώς συναφής υπόθεση, ούτε εκείνη στην οποία το δικαίωμα εξετάζεται απλώς παρεμπιπτόντως. Πρέπει λοιπόν να υπάρχει ταυτότητα αντικειμένου και ταυτότητα διαδίκων.

Εκκρεμοδικία ως προς την κύρια υπόθεση υπάρχει και όταν ασκηθεί αρνητική αναγνω­ριστική αγωγή αναφορικά με το ουσιαστικό δικαίωμα, για την προσωρινή δικαστική προ­στασία του οποίου ελήφθη το ασφαλιστικό μέτρο.

Η ανακλητική ή μεταρρυθμιστική αίτηση υποβάλλεται από διάδικο της τακτικής δίκης, ο οποίος είχε την ιδιότητα αυτή και στη δίκη των ασφαλιστικών. Νομιμοποιείται συνεπώς στη δίκη για την ανάκληση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων με βάση το άρθρο 697 ο διάδι­κος σε βάρος του οποίου διατάχθηκε το ασφαλιστικό μέτρο. Δεν νομιμοποιείται να υποβάλ­λει τέτοια αίτηση τρίτος μη διάδικος, ο οποίος προστατεύεται επαρκώς με βάση το άρθρο 696 § 1, αφού δεν εμποδίζεται, ούτε κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, να ασκήσει την αίτηση ανάκλησης από το άρθρο αυτό.

Η αίτηση υποβάλλεται και αυτοτελώς. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να υποβληθεί σε οποιο­δήποτε χρόνο κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας και ανεξάρτητα από στάση της εκκρε­μούς κύριας δίκης. Κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης υποβάλλεται και με τις προτά­σεις.

Το δικαστήριο ελέγχει την υπόθεση στο σύνολό της και δεν είναι αναγκαία η επίκληση με­ταβολής πραγμάτων. Ελέγχει τις νομικές και πραγματικές πλημμέλειες της απόφασης, εξαι­τίας των οποίων δεν εμφανίζεται πλέον δικαιολογημένη η συνέχιση του διαταχθέντος ασφαλι­στικού μέτρου.

Η αίτηση ανάκλησης λειτουργεί ουσιαστικώς ως υποκατάστατο των ένδικων μέσων, αλλά δεν είναι ένδικο μέσο, ούτε έχει τις συνέπειές του (π.χ. αναδρομικότητα).

Η διάταξη του άρθρου 697 ΚΠολΔ παρέχει τη δυνατότητα ανάκλησης (ή μεταρρύθμισης) μόνο της αποφάσεως που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα. Αφήνει εκτός του πεδίου εφαρμογής της την απόφαση που απέρριψε την αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικού μέτρου.

΄Εχει γίνει όμως δεκτό ότι, και αν ακόμη υπάρχει απορριπτική απόφαση, είναι δυνατή η λήψη ασφαλιστικών μέτρων με το ίδιο ιστορικό, χωρίς δηλαδή την επίκληση νέων περιστατι­κών, από το πολυμελές πρωτοδικείο κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης, σύμφωνα με το άρθρο 686 § 5 εδ. β΄του ΚΠολΔ. Η θέση αυτή είναι κατά την άποψή μου λανθασμένη. Η διάταξη του άρθρου 686 § 5 εδ. β΄ΚΠολΔ είναι ιδρυτική μόνο αρμοδιότητας, αφού επιτρέπει απλώς μόνο κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων από το Πολυμελές Πρωτοδικείο, το οποίο δεσμεύεται επίσης από το προσωρινό δεδικασμένο που έχει δημιουργήσει η προηγούμενη απορριπτική απόφαση. Η λειτουργία της προσωρινής δεσμευτικότητας («προσωρινού δεδικασμένου»), την οποία επιβάλλει στο πλαίσιο των ασφαλιστικών μέτρων η διάταξη του άρθρου 695 δεν μπορεί να υποχωρήσει με μόνη την επίκληση και εφαρμογή του άρθρου 686 § 5 εδαφ. β΄. Αποδέσμευση του πολυμελούς πρω­τοδικείου από το προσωρινό δεδικασμένο είναι νοητή μόνον όταν αυτό καλείται να δικάσει αίτηση ανάκλησης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων με βάση το άρθρο 697 ΚΠολΔ, το εύρος του οποίου δεν περιλαμβάνει την ανάκληση απορριπτικής απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, αφού αυτό περιορίζεται ρητά στην ανάκληση των αποφάσεων που διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα και δεν αφήνει περιθώρια διασταλτικής ή αναλογικής ερμηνείας.

Το πρόβλημα βεβαίως υπάρχει, αλλά η προσπάθεια επίλυσής του μέσω ερμηνευτικών προσεγγίσεων προσκρούει στη ρητή και απερίφραστη νομοθετική επιλογή. Η κατάλληλη λύση είναι μια νέα νομοθετική ρύθμιση προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 697, το οποίο θα πρέπει να περιλάβει και τη δυνατότητα ανάκλησης των απορριπτικών αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων.

Iωάννης Χαμηλοθώρης
Εφέτης Αθηνών

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 695 ΚΠολΔ, η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων ισχύει προσωρινά και δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση. Επομένως, από αυτή παράγεται προσωρινό δεδικασμένο, το οποίο, με πρόταση διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως δεσμεύει το Δικαστήριο, όταν αυτό καλείται να δικάσει επί άλλης αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικού μέτρου, για την ίδια μεταξύ των διαδίκων διαφορά, μέχρι πιθανολογήσεως υπάρξεως νέων στοιχείων. Το προσωρινό αυτό δεδικασμένο παύει να ισχύει με την έκδοση αντίθετης ή μη απόφασης επί της κύριας δίκης (Π. Τζίφρα, 1980, Ασφαλιστικά Μέτρα, σελ. 68, αριθ. 24. α, ΑΠ 1077/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»). Η απόφαση που περατώνει τη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων έχει οριστικότητα, γι` αυτό και δεν ανακαλείται ούτε μεταρρυθμίζεται ελεύθερα. Ειδικότερα, η απόφαση που δέχεται την αίτηση και διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα διαμορφώνει με δικονομικό θεμέλιο μια νέα κατάσταση που επιτρέπει την εξασφάλιση ή την προσωρινή απόλαυση του ουσιαστικού δικαιώματος του αιτούντος και τη ρύθμιση γενικότερα των εριζόμενων σχέσεων των διαδίκων. Συνεπώς, η απόφαση έχει άμεση διαπλαστική ενέργεια, την οποία ο αντίδικος και κάθε τρίτος είναι υποχρεωμένοι να σεβαστούν (Κονδύλης, Το δεδικασμένον, 1983, σελ. Β91, ΕΣ Ολ33/1997 Δ. 1998.435). Η δέσμευση από το προσωρινό δεδικασμένο περιορίζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων (ΑΠ 283/1992 ΕλΔνη 1993.1071, ΑΠ 1062/1991 ΕλλΔνη 1992.561) και εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 321-334 ΚΠολΔ, για τον προσδιορισμό τόσο των αντικειμενικών και υποκειμενικών του ορίων όσο και της λειτουργίας του, η οποία παρουσιάζεται ως αρνητική και θετική. Κατά την αρνητική του λειτουργία το προσωρινό δεδικασμένο εμποδίζει την αναδίκαση της υπόθεσης. Νέα αίτηση μεταξύ προσώπων που δεσμεύονται από το δεδικασμένο μπορεί να υποβληθεί, όταν δεν παρουσιάζει τις τυπικές ελλείψεις για τις οποίες απορρίφθηκε η προηγούμενη ή στηρίζεται σε διάφορη ιστορική και νομική αιτία, με μεταβολή ενδεχομένως και του αντικειμένου της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Η μεταβολή των συνθηκών υπό την έννοια του άρθρου 696 αριθ. 3 ΚΠολΔ αποτελεί λόγο κάμψης του δεδικασμένου και αναλόγως δικαιολογεί είτε αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της απόφασης που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα, είτε νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, όταν η αρχική απόφαση είναι απορριπτική (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, ΕρμΚΠολΔ II, 2000, αριθ. 5, 6 σελ. 1361).

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 696 § 3 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα μπορεί, μέχρι την πρώτη συζήτηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση, με αίτηση αυτού που έχει έννομο συμφέρον, να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει στο σύνολο της ή κατά ένα μέρος την απόφασή του, εφόσον επήλθε μεταβολή πραγμάτων που δικαιολογεί την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση της. Η εξουσία δηλαδή αυτή του δικαστηρίου προϋποθέτει ότι δεν έχει επέλθει η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο της κύριας δίκης, γιατί έκτοτε αρμοδιότητα για ανάκληση έχει το δικαστήριο που δικάζει την κύρια υπόθεση. Κατά την άποψη που επικρατεί μεταβολή των πραγμάτων, που δικαιολογεί κατ` άρθ. 696 παρ. 3 ΚΠολΔ την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, υφίσταται όταν τα επικαλούμενα περιστατικά, τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να είναι κρίσιμα και να ασκούν ουσιώδη επίδραση κατά την επανεκτίμηση της διαφοράς, είναι μεταγενέστερα της εκδόσεως της αποφάσεως, ή και προγενέστερα, τα οποία όμως δεν τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, είτε διότι αποκαλύφθηκαν εκ των υστέρων, είτε διότι υπήρξε άλλη συγγνωστή αδυναμία των διαδίκων και γενικότερα εύλογη αιτία (βλ. ΜΠρΑΘ 2737/1996 ΝοΒ 45. 470, ΜΠρΠειρ 1038/1993 Δ 25.1089, ΜΠρΠειρ 2928/1993 Δ 25.317, ΜΠρΑΘ 18262/1991 Δ 24.681, ΜΠρΠειρ 1948/1987 Δ 20.472, ΜΠρΑΘ 17482/1981 ΝοΒ 33.1300, Τζίφρας Ασφ. Μέτρα έκδ. 1η, σ. 99 και 100, Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμ ΚΠολΔ, τόμ. Δ` υπό το αρθρ. 696, σελ. 122 επ., παρ. 6, 11, 54, contra Μπέης, Πολ. Δικον. αρθρ. 696 αριθ.3).

efotopoulou.gr